Κάθε πρωί ξυπνούσα με δυσκολία, κοιταζόμουν στον καθρέφτη με δυσκολία και μετά από κάποιο διάστημα δεν άντεχα να βλέπω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη.
Έπαιρνα το πρωινό μου, έτρωγα αναγκαστικά μερικές μέρες, άλλες έτρωγα λίγο και άλλες πάρα πολύ, σε σημείο να το παρακάνω, ήταν λες και τιμωρούσα τον εαυτό μου για κάτι… Για κάτι που εγώ δεν ήξερα.
Η κατάσταση στο σπίτι ήταν αφόρητη, φωνές, γκρίνια και πάρα πολλή φασαρία, έτσι ήταν κάθε μέρα, σε σημείο να μη θέλω να πάω σπίτι αλλά να βγαίνω όσο πιο πολύ μπορώ για να μην πέφτω ψυχολογικά.
Κάποια στιγμή και οι άνθρωποι που είχα δίπλα μου άρχισαν να με κουράζουν και εγώ δεν ένιωθα πια τίποτα για κανέναν, ούτε καν για μένα.
Ήταν λες και κάποιος με είχε βάλει σε αναμονή λειτουργίας, το σώμα μου ήταν εκεί αλλά η ψυχή μου ήταν αλήτισσα και βρισκόταν αλλού, όπως και οι σκέψεις μου.
Πλέον ένιωθα ότι ήμουν ένα τέρας και όχι μια όμορφη γυναίκα, μια γυναίκα που αγαπούσε πολύ τους ανθρώπους της αλλά την χτύπησαν παραπάνω από όσο άντεχε. Και ξέρεις τι γίνεται, ε; Όταν σε χτυπάνε αλύπητα σε σημείο να μη μπορείς άλλο, το κάνουν για να πέσεις και να μην μπορείς να σηκωθείς πια, να σε φτάσουν στα όρια σου. Και ίσως τα κατάφεραν τότε.
Αν θες λοιπόν να πάρεις μια ανάσα από όλο αυτό το χάος των σκέψεων και των ενοχών σου, φύγε, φύγε όσο πιο μακριά γίνεται, αν χρειαστεί κι από όλους, μέχρι εσύ να ξαναγίνεις αυτό που ήσουν, να βρεις το γνώριμο κομμάτι σου, μόνο τότε! Κι αν με δεις κάποτε στο δρόμο, μετά από πολλά χρόνια, μίλησέ μου, κι αν σου πουν γιατί χάθηκα, πες τους πως τρελάθηκα.