Τιμ Μπάρτον: Ο σκηνοθέτης που έφερε την γκόθικ κουλτούρα στον κινηματογράφο

Ο Τίμοθι Γουόλτερ Μπάρτον, γνωστός ως Τιμ Μπάρτον είναι Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγός και καλλιτέχνης. Αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει από πολλούς άλλους πετυχημένους σκηνοθέτες είναι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των ταινιών του, οι οποίες παρουσιάζουν μια εκκεντρικότητα και συνήθως περιλαμβάνουν σκοτεινά ή γκόθικ στοιχεία. Το βιογραφικό του περιλαμβάνει όχι μόνο πετυχημένες ταινίες αλλά και σπουδαίες συνεργασίες όπως αυτές με τον Τζόνι Ντεπ και τον Ντάνι Ελφμαν.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Τιμ Μπάρτον γεννήθηκε στις 25 Αυγούστου του 1958 στο Μπέρμπανκ της Καλιφόρνια. Ήδη από τα παιδικά του χρόνια είχε αρχίσει να εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για την σκηνοθεσία και τον σχεδιασμό κινουμένων σχεδίων καθώς κινηματογραφούσε ταινίες μικρού μήκους στην αυλή του σπιτιού του. Σε ηλικία μόλις 13 ετών δημιούργησε την ταινία μικρού μήκους “The Island of Doctor Agor”. Η ταινία περιλάμβανε εικόνες από διάφορες τοποθεσίες όπως ζωολογικούς κήπους ή παραλίες και δημιουργήθηκε από τον Τιμ με την τεχνική stop motion animation κατά την οποία ένα αντικείμενο κινείται από κάποιον άλλον αλλά δημιουργείται η εντύπωση πως κινείται μόνο του. Αυτή η μικρή ταινία αποτέλεσε ένα από τα πρώτα δείγματα της σκηνοθετικής ικανότητας του Τιμ Μπάρτον. Φοίτησε στο νεοσύστατο τότε Ινστιτούτο Καλών Τεχνών της Καλιφόρνια. Ως φοιτητής κέντρισε το ενδιαφέρον της Walt Disney Animation Studios, η οποία τον προσέλαβε ως σχεδιαστή κινουμένων σχεδίων το 1981. Κατά την παρουσία του δημιούργησε αρκετές ταινίες μικρού μήκους λαμβάνοντας σημαντικές εμπειρίες, ωστόσο το 1984 απολύθηκε καθώς τα κινούμενα σχέδια του θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σκοτεινά, δεδομένου ότι απευθύνονταν σε παιδικό κοινό. Το 1985 σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία “Pee – Wee’s Big Adventures” η οποία γνώρισε αρκετή επιτυχία και αποτέλεσε την αφετηρία για μια σπουδαία καριέρα.

Η συνεργασία του με τον Τζόνι Ντεπ

Ο Τιμ Μπάρτον με τον Τζόνι Ντεπ έχουν συνεργαστεί σε πολλές ταινίες, όπως οι “Εντ Γουντ”, “Ο Μύθος του Ακέφαλου Καβαλάρη”και “Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας”. Ακόμα και σήμερα είναι στενοί φίλοι, ενώ μάλιστα ο Τζόνι Ντεπ είναι ο νονός των δύο παιδιών του Τιμ Μπάρτον. Η αρχή της συνεργασίας τους έγινε στην διάσημη ταινία “Ο Ψαλιδοχέρης”, η οποία κυκλοφόρησε το 1990. Η ιδέα της ταινίας προήλθε από μια ζωγραφιά του Τιμ Μπάρτον από τα εφηβικά χρόνια, η οποία αποτελούσε δείγμα του κλειστού και αντικοινωνικού του χαρακτήρα. Το 1988 ανέθεσε στην Κάρολιν Τόμσον να γράψει το σενάριο της ταινίας, όσο ο ίδιος σκηνοθετούσε την ταινία “Σκαθαροζούμης”.

Για τον ρόλο του πρωταγωνιστή αρχικά ήταν υποψήφιος ο Τομ Κρούζ, ωστόσο υπήρξε ιδιαίτερα παρεμβατικός στο σενάριο της ταινίας και τελικά απορρίφθηκε. Στην συνέχεια εξετάστηκαν και άλλα μεγάλα ονόματα, όπως του Τζιμ Κάρεϊ, του Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ και του Τομ Χανκς, με τον τελευταίο να απορρίπτει τον ρόλο καθώς επέλεξε την ταινία “Η Απατηλή Λάμψη της Ματαιοδοξίας”. Τελικά το επικρατέστερο όνομα για τον ρόλο έμοιαζε να είναι ο Μάικλ Τζάκσον, μέχρι που εμφανίστηκε ο Τζόνι Ντεπ, ο οποίος έπεισε τους παραγωγούς της ταινίας να του δώσουν τον ρόλο του Ψαλιδοχέρη.

Η βασική ιδέα της ταινίας είναι πως ο Έντουαρντ, ένας τεχνητός άνθρωπος με ψαλίδια αντί για χέρια, βρίσκει καταφύγιο σε μια οικογένεια στα προάστια όπου και ερωτεύεται την έφηβη κόρη τους. Ο χαρακτήρας της ταινίας είναι ρομαντικός και γκόθικ, ενώ το σενάριο της ενθουσίασε και συγκίνησε τον Τζόνι, ο οποίος αφοσιώθηκε στον ρόλο του. Μάλιστα για τις ανάγκες του ρόλου του έχασε έντεκα κιλά πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, ενώ ξεχώρισε για την σπουδαία ερμηνεία του,

παρόλο που συνολικά είπε μόλις 169 λέξεις σε όλη την διάρκεια της ταινίας. Η ταινία γνώρισε μεγάλη επιτυχία και αποτέλεσε την αρχή μιας εκ των σπουδαιότερων συνεργασιών που γνώρισε ποτέ ο κινηματογράφος

“Χριστουγεννιάτικος Εφιάλτης”: Η ταινία που άλλαξε τον παιδικό κινηματογράφο

Ένα από τα πιο γνωστά έργα του Τιμ Μπάρτον και μια από τις κορυφαίες animated Χριστουγεννιάτικες ταινίες είναι το “Χριστουγεννιάτικος Εφιάλτης”, η οποία κυκλοφόρησε το 1993. Ο βασικός χαρακτήρας, ο Τζακ Σκέλινγκτον θα βρεθεί τυχαία από την Halloween Town στην Christmas Town, όπου θα εντυπωσιαστεί από το μαγευτικό Χριστουγεννιάτικο κλίμα που θα συναντήσει. Έτσι λοιπόν επιστρέφοντας πίσω στην πόλη του προσπαθεί με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο να φέρει και εκεί τα Χριστούγεννα. Πρόκειται για την ταινία που ουσιαστικά έκανε γνωστή την τεχνική του stop motion animation, η οποία έχει αρκετές δυσκολίες. Είναι μια ταινία την οποία μπορούν να απολαύσουν μικροί και μεγάλοι, και η οποία παρά τον γκόθικ και σκοτεινό της χαρακτήρα, κρύβει μέσα της στιγμές συναισθηματισμού και αισιοδοξία;. Θα μπορούσε να θεωρηθεί πρωτοποριακή όχι μόνο επειδή εισήγαγε την τεχνική stop motion animation στο ευρύ κοινό, αλλά και επειδή παρότρυνε κι άλλες ταινίες παιδικών κινουμένων σχεδίων να γίνουν πιο “σκοτεινές” και να ξεφύγουν από το συντηρητικό πλαίσιο στο οποίο βρίσκονταν.

Υπόλοιπα έργα και καριέρα

Επίσης, ο Τιμ Μπάρτον είναι γνωστός για το έργο του “Ο Σκαθαροζούμης” του 1988. Πρόκειται για ένα ζευγάρι φαντασμάτων το οποίο έχει στοιχειώσει το σπίτι το οποίο ζούσε, μέχρι που μια ενοχλητική οικογένεια έρχεται να ζήσει σε αυτό. Προσπαθώντας να το ξεφορτωθούν καλούν ένα πνεύμα εξορκιστή, τον Σκαθαροζούμη. Πρόκειται για μια κωμωδία σκοτεινού χαρακτήρα, η οποία ουσιαστικά αποτελούσε μια εισαγωγή στον σκοτεινό και δημιουργικό κόσμο του Τιμ Μπάρτον. Επίσης, σκηνοθέτησε τις ταινίες “Μπάτμαν” και “Ο Μπάτμαν Επιστρέφει” το 1989 και 1992 αντίστοιχα. Οι ταινίες βασίζονται στο αντίστοιχο κόμικ της DC, ωστόσο ο Τιμ έχει εισάγει τα δικά του ιδιαίτερα στοιχεία σε αυτές. Μάλιστα, στην πρώτη ταινία τον ρόλο του Τζόκερ είχε ο σπουδαίος ηθοποιός Τζακ Νίκολσον. Από εκεί και πέρα ακολούθησαν και άλλα σπουδαία έργα όπως “Sweeney Todd: Ο Φονικός Κουρέας της Οδού Φλιτ”, “Η Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων”, “Dark Shadows”, “Frankenweenie” και πολλά άλλα. Πρόκειται για έναν σπουδαίο καλλιτέχνη που άφησε το στίγμα του στον κινηματογράφο, εισάγοντας σε αυτόν τον δικό του ιδιαίτερο σκοτεινό αλλά και συναισθηματικό κόσμο. Πηγές εικόνων: https://www1.folha.uol.com.br/ilustrada/2021/12/tim-burton-inaugura-mural-em-predio-de-sp-e-diz-que-brasileiros-sao-inspiracao.shtml https://ew.com/article/2015/10/16/tim-burton-25-years-edward-scissorhands/ https://www.athensvoice.gr/politismos/kinimatografos/737388/hristoygenniatikos-efialtis-i-kalyteri-tainia-hristoygenon/ Πηγές πληροφοριών: https://www.britannica.com/biography/Tim-Burton http://www.mixanitouxronou.gr/psalidocheris-o-pio-allokotos-alla-ke-simpathitikos-iroas-tou-sinema-giati-den-kerdise-to-rolo-o-tom-krouz-ke-o-maikl-tzakson-o-ntep-echase-11-kila-ke-se-oli-tin-tenia-ipe-mono-169-lexis/ https://pinkpower.group/2019/06/15/%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%AD%CF%81%CF%89%CE%BC%CE%B1-tim-burton/ https://flix.gr/news/nightmare-before-christmas.html

Advertisement

Τζακ Νίκολσον: Η ιστορία ενός αντισυμβατικού σούπερ σταρ του κινηματογράφου

Ο Τζακ Νίκολσον αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα από τους πιο ταλαντούχους αλλά και πιο εκκεντρικούς
ηθοποιούς της γενιάς του. Η υποκριτική του ικανότητα άφησε ανεξίτηλο το στίγμα της στον καλλιτεχνικό
χώρο και αποτέλεσε την βάση για πολλούς φιλόδοξους ηθοποιούς. Οι ρόλοι οι οποίοι τον έκαναν διάσημο
ήταν αντιηρωικοί και αυτό γιατί κατά κάποιο τρόπο ταίριαξαν με τον αντισυμβατικό χαρακτήρα του. Δεν
θα ήταν υπερβολή να πούμε πως ο 85χρόνος πλέον Τζακ Νίκολσον διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό την
ιστορία του σύγχρονου κινηματογράφου.

Το θολό οικογενειακό περιβάλλον

Ο Τζακ Νίκολσον γεννήθηκε στις 22 Απριλίου του 1937 στο Νέπτουν Σίτι του Νιού Τζέρσεϊ. Η μητέρα
του ήταν η 17χρονη τότε Τζουν Νίκολσον, χορεύτρια. Ο πατέρας του ακόμα και σήμερα είναι επίσημα
άγνωστος. Μια από τις πιθανές υποθέσεις που γίνονται είναι πως ήταν ο σόουμαν και τότε σύζυγος της
Τζουν Ντόναλντ Φουτσίλο. Ο Τζουν και ο Ντόναλντ παντρεύτηκαν το 1936, μέχρι που η Τζουν
ανακάλυψε πως ήταν ήδη παντρεμένος, με αποτέλεσμα να τον εγκαταλείψει. Όντας ανήλικη και
ανύπαντρη, η Τζουν δεν μπορούσε να μεγαλώσει τον Τζακ, με αποτέλεσμα την ανατροφή του να την
αναλάβει η γιαγιά του. Η γιαγιά του προσποιούταν την μητέρα του και η μητέρα του την θεία του. Ο
Τζακ ανακάλυψε την αλήθεια μετά την ενηλικίωση του και όταν είχε φτάσει στο σημείο να είναι ένας
ολοκληρωμένος ηθοποιός.

Τα πρώτα βήματα στον χώρο του κινηματογράφου

Το ταλέντο του Τζακ στην υποκριτική είχε αρχίσει να γίνεται διακριτό ήδη από τα σχολικά του χρόνια
καθώς συμμετείχε με επιτυχία σε πολλές σχολικές παραστάσεις. Όταν αποφοίτησε από το λύκειο
εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες, όπου και έζησε με την μεγαλύτερη αδελφή του. Η πρώτη δουλεία η
οποία βρήκε εκεί ήταν ως υπάλληλος γραφείου στο τμήμα κινουμένων σχεδίων της MGM. Η δουλειά
αυτή ωστόσο δεν κάλυπτε τις φιλοδοξίες του, καθώς ήθελε να γίνει ηθοποιός. Στα τέλη της δεκαετίας του
50 άρχισε να κάνει τα πρώτα του βήματα στην υποκριτική, αναλαμβάνοντας μικρούς ρόλους στην
τηλεόραση και στο θέατρο. Ο πρώτος σκηνοθέτης ο οποίος τον εντόπισε ήταν ο Ρότζερ Κόρμαν, με τον
οποίο συνεργάστηκαν περίπου μια δεκαετία, με τον Τζακ να αναλαμβάνει διάφορους ρόλους στις ταινίες
του, με τον πιο σημαντικό εξ αυτών εκείνο του πρωταγωνιστή, ως ανήλικος εγκληματίας στο “The cry
baby killer”.

Το 1969 ήταν η χρονιά που εκτοξεύτηκε η καριέρα του καθώς απροσδόκητα ανέλαβε τον ρόλο του
αλκοολικού δικηγόρου στην ταινία “Ξένοιαστος καβαλάρης”. Ο ρόλος αυτός προοριζόταν για τον Ριπ
Τορν, ο οποίος όμως εγκατέλειψε την ταινία λόγω διαφωνίας με τον σκηνοθέτη Ντένις Χόπερ. Τότε το
ταλέντο του Τζακ άρχισε να αναγνωρίζεται και πολλοί τον χαρακτήρισαν ως τον επόμενο μεγάλο
ηθοποιό. Οι επόμενοι ρόλοι που ανέλαβε με επιτυχία στις ταινίες “Πέντε εύκολα κομμάτια” και “Η
γνωριμία της σάρκας” άρχισαν να τον καθιερώνουν στην ελίτ των ηθοποιών της εποχής του.

Στα επόμενα χρόνια ο Τζακ έφτασε κοντά στο βραβείο Όσκαρ δύο φορές, με τις υποψηφιότητες του για
τους ρόλους του στις ταινίες “Το τελευταίο απόσπασμα” και “Τσάϊναταουν”. Η διάκριση αυτή εν τέλει
ήρθε ένα χρόνο μετά την τελευταία του υποψηφιότητα, όπου και κέρδισε το βραβείο για τον ρόλο του
στην ταινία “Η φωλιά του κούκου”. Εκεί υποδύθηκε έναν τρόφιμο ψυχιατρείου, σε μια ταινία που είχε ως θέμα την φαρμακευτική και ψυχιατρική καταστολή.

Η Λάμψη

Το 1980 πρωταγωνίστησε στην “Λάμψη”, μια από τις σπουδαιότερες και πιο διαχρονικές ταινίες τρόμου
στην ιστορία του κινηματογράφου. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Στάνλεϊ Κιούμπρικ βασίστηκε στο
ομώνυμο βιβλίο του Στίβεν Κινγκ, το οποίο προσάρμοσε στις δικές του προτιμήσεις, με το αποτέλεσμα
να είναι ιδιαίτερα πετυχημένο. Ο Τζακ Νίκολσον ερμήνευσε τον Τζακ Τζόρανς, έναν συγγραφέα τρόμου
ο οποίος οδηγείται στην παράνοια και προσπαθεί να δολοφονήσει την οικογένεια του. Για τον ρόλο αυτό
είχαν προταθεί πολλοί μεγάλοι ηθοποιοί της εποχής, όπως ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο και ο Ρόμπιν Γουίλιαμς.
Ωστόσο ο Κιούμπρικ επέμεινε στην πρώτη του επιλογή, αυτή του Τζακ Νίκολσον με την απόφαση του να
τον δικαιώνει. Ο ρόλος αυτός προσέφερε και την μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα στον Τζακ, με την
ανατριχιαστική του ερμηνεία να μένει στην ιστορία του κινηματογράφου. Ο Κιούμπρικ υπήρξε ιδιαίτερα
απαιτητικός με τους ηθοποιούς του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός πως για να
γυριστεί η σκηνή που η Ντουβάλ χτυπάει τον Τζακ με το ρόπαλο του μπέιζμπολ χρειάστηκαν 127 λήψεις,
το οποίο μάλιστα αποτελεί και παγκόσμιο ρεκόρ περισσότερων επαναλήψεων.

Η σπουδαία καριέρα και τα μεγάλα όχι σε διάσημους ρόλους

Η συνολική καριέρα του Τζακ περιλαμβάνει, εκτός από τα πολλά βραβεία (εκ των οποίων 3 Όσκαρ) και
πολλούς σπουδαίους και διαχρονικούς ρόλους και ορισμένα ηχηρά “όχι” και ρόλους που οι περισσότεροι
ηθοποιοί δύσκολα θα έλεγαν όχι. Οι πιο σημαντικοί από αυτούς είναι ο ρόλος του Μάικλ Κορλεόνε στον
“Νονό” που τελικά ερμήνευσε ο Αλ Πατσίνο καθώς και του Χάνιμπαλ Λέκτερ στο “Χάνιμπαλ”, που εν
τέλει ερμήνευσε ο Άντονι Χόπκινς και απογείωσε την δική του καριέρα.
Παρόλα αυτά, ακολούθησαν πολλοί άλλοι σπουδαίοι ρόλοι για τον Τζακ στην πολυετή καριέρα του.
Μερικοί από τους πιο χαρακτηριστικούς είναι στα έργα “Η τιμή των Πρίτζι”, “Ξένοι στην ίδια πόλη”, “Οι
μάγισσες του Ιστγούικ” και φυσικά στην ταινία “Μπάτμαν” όπου ενσάρκωσε τον Τζόκερ για την αμοιβή
ρεκόρ των 80 εκατομμυρίων. Τόσο το γεγονός ότι απέρριψε σπουδαίους ρόλους οι οποίοι από μόνοι τους
εκτόξευσαν καριέρες πολλών ηθοποιών, όσο και το ότι οι περισσότεροι ρόλοι του που τον έκαναν
διάσημο είχαν αντιηρωικό χαρακτήρα αποτελούν δείγμα της εκκεντρικής προσωπικότητας του, την οποία
και λάτρεψαν πολλοί οπαδοί του κινηματογράφου.

(Ο Τζακ Νίκολσον ως Τζόκερ στην ταινία “Μπάτμαν”)

Τέλος, όσον αφορά την προσωπική του ζωή, παντρεύτηκε μια φορά την ηθοποιό Σάντρα Νάιτ με τον
γάμο τους να διαρκεί εφτά χρόνια (1962 – 1968) και με την οποία απέκτησε μια κόρη. Έπειτα από
διάφορες σχέσεις που ακολούθησαν απέκτησε άλλα τρία παιδιά, με τις ηθοποιούς Σούζαν Άνσπαχ,
Ρεμπέκα Μπρούσαρ και το μοντέλο Γουίνι Χούλμαν. Τέλος, ο μεγαλύτερος έρωτας του ήταν με την
ηθοποιό Αντζέλικα Χιούστον με την σχέση τους να κρατάει για δεκαοχτώ χρόνια (1973 – 1990) και να

περνάει από διαστήματα εντάσεων.
Πηγές εικόνων: https://www.esquire.com/entertainment/g32301691/jack-nicholson-life-in-photos/?
slide=25
https://cityportal.gr/tzak-nikolson-o-xenoiastos-kavalaris/
Πηγές πληροφοριών: https://www.iefimerida.gr/zoi/tzak-nikolson-star-talento-toy-me-tin-trela
https://www.sansimera.gr/biographies/1990

https://www.lifo.gr/culture/cinema/ti-kanei-ti-lampsi-toy-kioymprik-mia-apo-tis-pio-thrylikes-tainies-tromoy-poy

Mαρίνα Αμπράμοβιτς: Μια ματιά στην πειραματική της παράσταση ” Ρυθμός 0″

Ο Ρυθμός 0 ήταν ο τίτλος που δόθηκε στην εικαστική παράσταση της Marina Abramović το 1974. Στην πειραματική καλλιτεχνική της παράσταση, η Mαρίνα Αμπράμοβιτς, έμεινε ακίνητη, καθώς το κοινό ενθαρρύνθηκε, να της κάνει ό,τι ήθελε με ένα από τα 72 πράγματα που είχε βάλει σε ένα τραπέζι. Ένα φτερό, ένα τριαντάφυλλο, άρωμα, ψωμί, μέλι, σταφύλια, ψαλίδι, κρασί, νυστέρι, μεταλλική ράβδος, καρφιά και ένα πιστόλι οπλισμένο με έναν γύρο ήταν μεταξύ των αντικειμένων που περιλαμβάνονται . Σήμερα, θα διερευνήσουμε την ανάλυση του Ρυθμός 0 και βασικά γεγονότα.

Ρυθμός 0: Η πειραματική καλλιτεχνική παραστάση του 1974 της Μαρίνα Αμπράμοβιτς

Σύμφωνα με τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς, το έργο οδήγησε το σώμα της στα άκρα. Αρχικά, οι καλεσμένοι ήταν ευγενικοί, φέρνοντάς της ένα λουλούδι ή ένα φιλί. Ξεκίνησε αρκετά ήρεμα. Την γύρισε κάποιος. Τα χέρια της τα έσπρωξε κάποιος στον αέρα. Κάποιος έκανε προσωπική επαφή μαζί της. Η νύχτα στη Ναπολιτάν άρχισε να ζεσταίνει. Όλα της τα ρούχα της κόπηκαν την τρίτη ώρα με κοφτερές λεπίδες.

Οι ίδιες λεπίδες άρχισαν να ερευνούν τη σάρκα της την τέταρτη ώρα. Της έκοψαν το λαιμό για να ρουφήξει το αίμα της. Το σώμα της δέχτηκε μια σειρά από μικρές σεξουαλικές επιθέσεις. Δεν θα ήταν αντίθετη στον βιασμό ή τη δολοφονία αφού ήταν τόσο αφοσιωμένη στο κομμάτι. Μέσα στο πλήθος, σχηματίστηκε μια προστατευτική ομάδα ως απάντηση στην εγκατάλειψη της επιλογής της και στην σιωπηρή κατάρρευση της ανθρώπινης ψυχής. Μια μάχη ξέσπασε μεταξύ των ομάδων θεατών όταν ένα γεμάτο όπλο πιέστηκε στον κρόταφο της και το δάχτυλό της στράφηκε γύρω από τη σκανδάλη.

Λοιπόν, ποια είναι η γυναίκα πίσω από αυτό το κομμάτι;

Σερβική υπηκοότητα
Ημερομηνία Γέννησης: 30 Νοεμβρίου 1946
Τόπος γέννησης Βελιγράδι, Σερβία


Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς ανατράφηκε στη Γιουγκοσλαβία από συγγενείς που ήταν Παρτιζάνοι κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τελικά εργάστηκε για το κομμουνιστικό καθεστώς του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο. Άρχισε να σπουδάζει τέχνη στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Βελιγραδίου το 1965. Ωστόσο, τελικά της κίνησε το ενδιαφέρον οι δυνατότητες της performance art, ιδιαίτερα η ικανότητα να χρησιμοποιεί το σώμα της ως όχημα για δημιουργική και πνευματική ανακάλυψη. Η Αμπράμοβιτς επινόησε μια σειρά από ακατέργαστα κομμάτια απόδοσης που χρησιμοποίησαν το σώμα της τόσο ως θέμα όσο και ως μέσο μετά την ολοκλήρωση των μεταπτυχιακών της σπουδών το 1972.

Αυτά τα έργα πυροδότησαν συζητήσεις όχι μόνο λόγω της επικινδυνότητάς τους, αλλά και λόγω της συχνής γυμνότητας της Αμπράμοβιτς, κάτι που θα γινόταν κοινό χαρακτηριστικό της δουλειάς της τα επόμενα χρόνια.

Η Αμπράμοβιτς πήγε στο Άμστερνταμ το 1975 και άρχισε να συνεργάζεται με τον Frank Uwe Laysiepen, έναν ομοϊδεάτη ερμηνευτή από τη Γερμανία, ένα χρόνο αργότερα. Η ταυτότητα φύλου ήταν ένα μεγάλο μέρος της συνεργασίας τους. Το ζευγάρι ταξίδεψε επίσης πολύ και το Nightsea Crossing (1987), μια παρατεταμένη πράξη αμοιβαίας συγκέντρωσης και διαλογισμού, εκτελέστηκε σε πάνω από δώδεκα διαφορετικές τοποθεσίες σε όλο τον κόσμο. Όταν αποφάσισαν να το αποσύρουν το 1988, δημιούργησαν μια παράσταση στην οποία πήγαν από τα αντίθετα άκρα του Σινικού Τείχους της Κίνας και συγκεντρώθηκαν στο κέντρο για να πουν το τελευταίο αντίο.

Μέχρι το 2005, είχε αρχίσει να σκέφτεται το μέλλον της περφόρμανς, ενός μέσου στο οποίο τα μεμονωμένα έργα συνήθως δεν είχαν ζωή εκτός της αρχικής τους σκηνής, με εξαίρεση την περιστασιακή διατήρηση βίντεο.

Εκείνη τη χρονιά, η Αμπράμοβιτς ερμήνευσε το Seven Easy Pieces, μια ακολουθία αναψυχής, ή επαναπαραστάσεων, σημαντικών έργων της δικής της και αρκετών άλλων ερμηνευτών σε μια προσπάθεια να ανατρέψει την τάση. Το έργο της Αμπράμοβιτς αποτέλεσε το αντικείμενο μιας εκτενούς αναδρομικής έκθεσης στο MoMA το 2010. Η Αμπράμοβιτς έκανε πρεμιέρα το έργο του Artist is Present για την παράσταση, στο οποίο καθόταν ήρεμα καθώς οι επισκέπτες του μουσείου κάθονταν εναλλάξ απέναντι της και την κοιτούσαν ενώ εκείνη κοιτούσε πίσω. Μεγάλες παρατάξεις επισκεπτών σχηματίστηκαν ως αποτέλεσμα της ευκαιρίας να συμμετάσχουν στο έργο.

Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς είναι παρούσα στο MoMA τον Μάιο του 2010. Shelby Lessig, CC BY-SA 3.0, μέσω Wikimedia Commons

Τον Αύγουστο του 2016, η Αμπράμοβιτς προκάλεσε οργή όταν διανεμήθηκαν αποσπάσματα από μια αρχική έκδοση της αυτοβιογραφίας της, στην οποία παρομοίασε τους Αβορίγινες με δεινόσαυρους και έδειξε ότι έχουν μεγάλους κορμούς – κάτι που φαίνεται να είναι μόνο ένα κακό αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασής τους με τον δυτικό πολιτισμό. Τρόπος διατροφής με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη που παχαίνει τα αγγεία τους – και πόδια που μοιάζουν με ραβδιά.

«Έχω τη μεγαλύτερη εκτίμηση για τους Αβορίγινες, στους οποίους χρωστάω τα πάντα», είπε απαντώντας στον σάλο στα social media.

Μαρίνα Αμπράμοβιτσς

Ανάλυση Ρυθμού 0


Η Marina Abramović ερμήνευσε το Rhythm Zero, μια από τις πιο σκληρές παραστάσεις της, το 1974 στο Galleria Studio Morra στη Νάπολη, αναλαμβάνοντας την πλήρη ευθύνη και αφήνοντας το κοινό να χρησιμοποιήσει τα πράγματα σε ένα τραπέζι όπως τους άρεσε. Το εξάωρο έργο εξελίχθηκε γρήγορα σε ένα απείθαρχο και βίαιο θέαμα, που μιμείται τη γυναικεία εκμετάλλευση και τη δυναμική εξουσίας.

Ένα τμήμα του κοινού επιδόθηκε σε βλαβερές πειραματικές συμπεριφορές στο σώμα του καλλιτέχνη χρησιμοποιώντας 72 αντικείμενα πόνου και ευχαρίστησης κατά την κρίση του. Αν και εμφανίστηκε γρήγορα μια προστατευτική ομάδα ενάντια στους επιτιθέμενους, μόλις στο τέλος της περιόδου οι τελευταίοι ανέκτησαν τη συνείδησή τους για την κοινή ανθρωπιά.

Το κοινό έφυγε από το στούντιο καθώς το έργο τέχνης έφτασε στο τέλος του. Η παράσταση ήταν σύμβολο ηθελημένης ευαλωτότητας και έκθεσης, αντανακλώντας τον στόχο της καλλιτέχνιδας να ξεπεράσει κάθε όριο και ταυτόχρονα να σχηματίσει μια διφορούμενη συμφωνία μεταξύ της δημιουργού της γυναίκας και του κοινού της. Εκτός από αυτό, το τρέξιμο της παράστασης αντικατοπτρίζει αυτό των ευρύτερων κοινωνικών θεμάτων και αποκαλύπτει αλήθειες για την ανθρώπινη φύση, την εξουσία, την άδεια και τη λογοδοσία που είναι ιδιαίτερα σχετικές με την τρέχουσα κουλτούρα μας.

Ευπάθεια και έκθεση: Η ώθηση να περάσεις από τα όρια

Όπως αναφέρεται στις οδηγίες, η ερμηνεύτρια επιλέγει να θέσει το σώμα της στη διάθεση του κοινού. Οικειοποιείται εκ νέου την ευάλωτη κατάσταση των γυναικών και ενδυναμώνει τον εαυτό της προσφέροντας τη σκόπιμη συγκατάθεσή της, όντας ταυτόχρονα υποκείμενο και αντικείμενο των επιθυμιών του κοινού. Το σώμα της χρησιμεύει ως σεξουαλοποιημένο επιθυμητό αντικείμενο για τους άντρες καθώς και ως όχημα επικοινωνίας και περιφρόνησης του ανδρικού βλέμματος και των ανεμπόδιστων συμπεριφορών στην παράσταση.

Η καλλιτέχνης διατηρεί τον έλεγχο του σκηνικού της παράστασης μέσω των πραγμάτων που επιλέγει, των δημοσίων δηλώσεων και συμφωνιών της και του προκαθορισμένου χρόνου, σύμφωνα με το μοντέλο του John Cage: και οι δύο ορίζουν το τέλος και την έναρξη των παραστάσεων τους. Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς, από την άλλη, πάντα δίσταζε να χαρακτηριστεί φεμινίστρια και δεν ήταν μέρος του φεμινιστικού κινήματος της δεκαετίας του 1970. Η παράσταση δεν μπορεί να προσεγγιστεί μόνο από φεμινιστική σκοπιά αφού δεν πιστεύει ότι η τέχνη της είναι φεμινιστική.

Αυτή η ευαλωτότητα μπορεί να είναι αποτέλεσμα μιας μεγαλύτερης κληρονομιάς αυτομαστίγωσης, κάθαρσης και μύθων, καθώς και στρατιωτικής συγκέντρωσης και ανθεκτικότητας, που έμαθε κατά την ανατροφή της στην Κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία και στη συνέχεια από πολλές φατρίες και λαούς.

Η Αμπράμοβιτς ερευνά τη μηχανική του σώματος, την επιμονή και την αγωνία, ενσωματώνοντας ένα επίπεδο προσωπικού κινδύνου και ταλαιπωρίας, πιέζοντας ψυχικούς και σωματικούς περιορισμούς. Αλλά είναι επίσης μια μέθοδος απελευθέρωσης από εξωτερικούς περιορισμούς, οδηγώντας στην υπέρβαση και μια δημιουργική και πνευματική διορατικότητα που γίνεται μια φορά στη ζωή: ένα θεωρητικό έργο και παράσταση που χρησιμοποιεί το χρόνο ως όχημα για μεταμόρφωση και υπέρβαση.

Η ασταθής σχέση μεταξύ μιας ερμηνεύτριας και του κοινού της


Η ευπάθεια του κοινού δημιουργεί τη συμφωνία μεταξύ του καλλιτέχνη και του κοινού, η οποία εκφράζεται μέσω της σύνδεσης και της εμπιστοσύνης. Η διάταξη της παράστασης, καθώς και η αντίδραση του κοινού, καθιστούν τη γεμάτη ενέργεια συνομιλία με το κοινό διφορούμενη σε αυτό το σενάριο. Η ασάφεια της σχέσης ξεκινά με την επιλογή των αντικειμένων του καλλιτέχνη: μερικά είναι για τη χαρά, ενώ άλλα είναι για την αγωνία, ακόμη και τον θάνατο.

Σε μια επίκληση των εννοιών του Φρόιντ για τον Έρωτα και τον Θανάτο, τις δύο θεμελιώδεις ορμές με τις οποίες πολεμούν οι άνθρωποι, τα όρια του δυϊσμού είναι ασαφή, διερευνώντας διαδικασίες απειλής και δελεασμού.

Στο ισοζύγιο ισχύος που συνεπάγεται και εξετάζει, η σύμβαση που συνήφθη είναι επίσης διφορούμενη. Το Rhythm 0 δημιουργήθηκε ως απάντηση στη σαδιστική και εντυπωσιακή κριτική του καλλιτέχνη. Ως αποτέλεσμα, αυτό το κομμάτι έδωσε την ευκαιρία να επανεξετάσουμε την τεχνική απόδοσης και τη λειτουργία του κοινού. Αυτή η πειραματική εμπλοκή εστιάζει στους περιορισμούς του κοινού, επιτρέποντας στο κοινό να ελέγχει πλήρως τη σειρά της παράστασης και γαλουχώντας την αδυναμία του ερμηνευτή.

Αυτό είναι παρόμοιο με τον σκοπό της παράστασης του Herbert Blau: να ωθήσει το κοινό στην καρδιά της δημιουργικής πράξης. Το συμβόλαιο είναι διφορούμενο λόγω του απρόβλεπτου χαρακτήρα του, το οποίο είναι εμφανές στις παραστάσεις του Αμπράμοβιτς, οι οποίοι πάντα κατασκευάζουν νέα σενάρια που κανείς δεν έχει βιώσει ποτέ: «Πρέπει να συνδεθούν σε ένα εντελώς νέο έδαφος και να αναπτυχθούν από αυτόν τον αιώνιο χρόνο που περάσαμε μαζί».

Παρά τις προσδοκίες, οι ενέργειες και τα συναισθήματα του κοινού έκαναν τις παραστάσεις σκανδαλώδεις: οι λίγες οικιακές προόδους έγιναν γρήγορα ανεξέλεγκτες και επικίνδυνες πράξεις για τον ερμηνευτή.

Η πραγματικότητα ότι η καλλιτέχνις είναι γυναίκα δεν μπορεί να παραβλεφθεί: συνεπάγεται μια δυναμική εξουσίας εκτός από την ευπάθεια που αντιμετωπίστηκε προηγουμένως. Μέσα σε μια πατριαρχική κουλτούρα, αυτή η συνιστώσα του φύλου μπορεί να ενισχύσει την ανισορροπία εξουσίας και να εξορθολογίσει τους ακραίους κινδύνους που επιβάλλονται στο σώμα του καλλιτέχνη. Ο Αμπράμοβιτς θα διερευνήσει αργότερα την άνιση σχέση μεταξύ γυναικών και ανδρών στο Rest Energy. Ως αποτέλεσμα, και οι δύο εκπομπές χρησιμοποιούν την τέχνη για να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερα κοινωνικά ζητήματα.

Beyond the Performance Art Installment
Το σώμα του Αμπράμοβιτς είναι επομένως επίσης ένα μέσο για τον έλεγχο των ανθρώπινων νοητικών και ηθικών ορίων. Η Αμπράμοβιτς ερεύνησε την κοινωνική δράση και την ευθύνη μέσω του κινδύνου για το ίδιο της το σώμα σε αυτό το κομμάτι και την αγκαλιά της από αυτόν τον κίνδυνο. Λόγω της έλλειψης επίβλεψης, της πλήρους παράδοσης του καλλιτέχνη και ως εκ τούτου της εμφάνισης πράξεων χωρίς επιπτώσεις, το καδράρισμα της παράστασης και το απαράμιλλο δημιουργικό θράσος δημιουργούν ένα επιστημονικό πείραμα που αποκαλύπτει την ανθρώπινη φύση.

Η παράσταση αναδεικνύει ένα ευρύτερο πολιτιστικό φαινόμενο με την εξουσία και τις καταχρήσεις της, καθώς και την έλλειψη λογοδοσίας.

Μερικοί άνθρωποι δείχνουν την εσωτερική τους ακραία επιθετικότητα όταν τους δίνεται η ελευθερία να ενεργούν χωρίς περιορισμούς. Η καλλιτέχνης ήταν αλυσοδεμένη σε ένα τραπέζι με ένα μαχαίρι ανάμεσα στα γόνατά της, τα ρούχα της ήταν φθαρμένα, κάποιος την έκοψε και της κατανάλωσε το αίμα, ενώ παρατήρησε ακόμη και μικρές σεξουαλικές επιθέσεις μετά την τρίτη ώρα. Η παράσταση δεν απεικονίζει μόνο τη γυναικεία εκμετάλλευση και τη ζωώδη πλευρά της ανθρώπινης φύσης, αλλά καταδεικνύει επίσης την παρουσία της δυναμικής της ομάδας: σε ένα σημείο, δύο ομάδες, φύλακες και επιτιθέμενοι, βρέθηκαν σε αντιπαράθεση, με αποτέλεσμα έναν καβγά. Ως αποτέλεσμα, θέτει υπό αμφισβήτηση την ικανότητά μας να ανταποκρινόμαστε απέναντι σε αποτρόπαιες ενέργειες όπως η σεξουαλική κακοποίηση.

Μπορεί να δημιουργηθεί μια σύνδεση μεταξύ της ψυχικής κατάστασης και της στάσης του καλλιτέχνη και της ψυχικής κατάστασης και στάσης των θυμάτων βιασμού: συμβαίνει η ίδια διαδικασία διαχωρισμού, επιτρέποντας στους υποψήφιους κακοποιούς τον πλήρη έλεγχο του ατόμου. Η Αμπράμοβιτς δήλωσε αργότερα ότι ένιωθε εξαιρετικά καταπατημένη και ο Τόμας ΜακΕβίλι παρατήρησε ότι ήταν τόσο αφοσιωμένη στο έργο που δεν θα είχε καταπολεμήσει την επίθεση ή τον φόνο. Επιπλέον, η απόδοση παρέχει ένα ισχυρό παράδειγμα της έννοιας της λογοδοσίας. Ο καλλιτέχνης ανέκτησε τις αισθήσεις του μετά τις προβλεπόμενες έξι ώρες και «όλοι έφυγαν βιαστικά για να αποφύγουν μια πραγματική συνάντηση».

Το κοινό «δεν μπορούσε να την αντιμετωπίσει ως άτομο», σαν να είχε ξαναβρεί ηθικούς νόμους που είχαν παραβιαστεί και συνειδητοποίησε την κοινή τους ανθρωπιά. Όταν το κοινό βλέπει την έκφραση του προσώπου της Μαρίνας, βλέπει τον εαυτό του και βλέπει τα δικά του ήθη να αντανακλώνται πάνω του, σαν να είχε μετατραπεί σε καθρέφτη για την προβολή του κοινού, έτσι ώστε αυτό που προβάλλεται πάνω της, πάθος, αίσθηση φόβου ή οτιδήποτε, μπορεί να αντιδράσει πηδώντας σε αυτόν τον ανώτερο εαυτό.

Η φυγή του εχθρικού κοινού είναι αναπόφευκτη λόγω της αγωνίας του να εμπλακεί στη διαδικασία και της ευκολίας με την οποία μπορεί να υποτιμήσει τον καλλιτέχνη της γυναίκας.

Ακόμα κι αν η Αμπράμοβιτς δεν θεωρεί τον εαυτό της «γυναίκα καλλιτέχνιδα», αυτή η τελική παράσταση μπορεί να θεωρηθεί ως μια αντιπαράθεση αντρικής επιθετικότητας ενάντια στο σώμα και το μυαλό των γυναικών. Η Marina Abramović επέλεξε να αγκαλιάσει τη σωματική και πνευματική ευπάθεια για να ξεπεράσει τα όριά της και να δημιουργήσει μια ανταλλαγή ακατέργαστης ενέργειας με το κοινό.

Άντονι Χόπκινς: Η σπουδαία καριέρα του γηραιότερου νικητή Όσκαρ

Ο Ουαλός ηθοποιός, ο οποίος έγινε γνωστός κυρίως από τον ρόλο του ως Χάνιμπαλ Λέκτερ στο ψυχολογικό θρίλερ “Η σιωπή των Αμνών”, έχει ένα πλούσιο βιογραφικό το οποίο περιλαμβάνει πολλές διακρίσεις και βραβεία.  Γεννημένος στις 31 Δεκεμβρίου του 1937 στο Μάργκαμ του Πορτ Τάλμποτ της Ουαλίας,η ζωή ενός εκ των διασημότερων “κακών” του κινηματογράφου παρουσιάζει ενδιαφέρον τόσο σε προσωπικό όσο και επαγγελματικό επίπεδο 

“Τα πρώτα χρόνια της ζωής του και η στροφή προς τις τέχνες”

Οι γονείς του Μύριελ Ανν και Ρίτσαρντ Άρθουρ Χόπκινς είχαν την δική τους τοπική επιχείρηση, έναν φούρνο στον οποίο εργαζόταν και ο Άντονι. Για ένα μεγάλο διάστημα της παιδικής του ηλικίας εκπαιδευόταν μόνο στο σπίτι του, ενώ μόλις στην ηλικία των 12 ετών πήγε για πρώτη φορά σε σχολείο. Οι γονείς του φρόντισαν να τον γράψουν σε ένα από τα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία της χώρας, στο Cowbridge Grammar School, ωστόσο παρέμεινε εκεί για λίγα χρόνια. Δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί λόγω του μοναχικού του χαρακτήρα αλλά και της δυσλεξίας του, με αποτέλεσμα οι επιδόσεις του στα μαθήματα να μην είναι ιδιαίτερα καλές. Τότε ο ίδιος άρχισε να συνειδητοποιεί πως η τέχνη θα μπορούσε, να λειτουργήσει καλύτερα για εκείνον και να τον βοηθήσει να εκφράσει την δημιουργικότητα του.

Στην αρχή ξεκίνησε παίζοντας πιάνο, ωστόσο το 1952 θα έκανε στροφή προς τον κλάδο της ηθοποιίας. Στην απόφαση αυτή τον οδήγησε η συνάντηση του με τον διάσημο ηθοποιό της εποχής Richard Burton. Αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον Άντονι και έπειτα από παρότρυνση του γράφτηκε στο διάσημο κολλέγιο Royal Welsh College of Music and Drama στην ηλικία των 15 ετών.

Όταν τελείωσε την εκπαίδευση του μετά από πέντε χρόνια μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου εργάστηκε στο Royal Theatre. Μέχρι το 1970 εργάστηκε στο θίασο του Λόρενς Όλιβερ, ενός ιδιαίτερα διάσημου θεατρικού ηθοποιού εκείνης της εποχής

“Ο κινηματογράφος και η μεγάλη αναγνώριση”

Αρχικά ο Άντονι δοκίμασε την τύχη του στον κινηματογράφο μέσα από μικρούς ρόλους σε ταινίες. Πρωταγωνίστησε σε ταινία για πρώτη φορά το 1968 στο “Λιοντάρι του χειμώνα” όπου υποδύθηκε με απόλυτη επιτυχία τον βασιλιά Ρίτσαρντ. Σύντομα άρχισε να αναλαμβάνει ολοένα και περισσότερους ρόλους στον κινηματογράφο, ενώ το 1972 πραγματοποίησε μια ακόμα εξαιρετική ερμηνεία, αυτή του Πιέρ Μπεζούχοφ στην τηλεοπτική σειρά “Πόλεμος και Ειρήνη” η οποία βασίστηκε στο ομώνυμο έργο του Τολστόι. Η αναγνώριση που λαμβάνει γίνεται συνεχώς μεγαλύτερη, με τον σκηνοθέτη του “Γκάντι” Ρίτσαρντ Άντεμπρο να τον χαρακτηρίζει με απόλυτη σιγουριά ως τον καλύτερο ηθοποιό της γενιάς του. Η συνεχώς αυξανόμενη φήμη του τον οδήγησε στο τα πρωταγωνιστήσει στην ταινία “Η Σιωπή των Αμνών” ενσαρκώνοντας τον ρόλο του μανιακού δολοφόνου Χάνιμπαλ Λέκτορ.

Η εξαιρετική του ερμηνεία ανταμείφθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, καθώς το 1992 κέρδισε για πρώτη φορά στην καριέρα του το σπουδαιότερο βραβείο του κινηματογράφου, το “Όσκαρ” για τον καλύτερο ηθοποιό στην πρώτη ταινία του franchise. Είχε μπει τόσο βαθιά στον ρόλο του Χάνιμπαλ, αυτοσχεδιάζοντας πολλές φορές ώστε λέγεται πως η συμπρωταγωνίστρια του, Τζόντι Φόστερ τον απέφευγε κατά την διάρκεια των γυρισμάτων. Μάλιστα η ερμηνεία αυτή του έφερε ακόμα μια διάκριση, καθώς το 1993 χρίστηκε ιππότης από την βασίλισσα Ελισάβετ για την προσφορά του στις τέχνες. Ωστόσο εφτά χρόνια αργότερα απαρνήθηκε τον τίτλο καθώς έγινε πολίτης των Η.Π.Α.

Μετά από την “Σιωπή των Αμνών” ακολούθησαν και άλλες επιτυχημένες ερμηνείες οι οποίες τον έφεραν κοντά στα βραβεία Όσκαρ, όπως αυτή του ερωτευμένου και χτυπημένου από την μοίρα μπάτλερ στα “Απομεινάρια μιας Μέρας” ή η ερμηνεία του στο “Άμισταντ” του Στίβεν Σπίλμπεργκ. 

Το δεύτερο Όσκαρ ήρθε τελικά το 2020, κάνοντας τον τον γηραιότερο νικητή του συγκεκριμένου βραβείου, σε ηλικία 83 ετών, και το κέρδισε μέσα από την ερμηνεία του στον “Πατέρα”. Παρότι η νίκη του ήταν απροσδόκητη κανείς δεν μπορεί να πει πως του χαρίστηκε, καθώς κλήθηκε να ενσαρκώσει έναν από τους πιο απαιτητικούς ρόλους της καριέρας του, ενός ανθρώπου με άνοια ο οποίος προσπαθεί να ανταπεξέλθει συναισθηματικά στην δύσκολη πραγματικότητα. 

“Η προσωπική του ζωή”

Συνολικά ο Άντονι Χόπκινς έχει παντρευτεί τρεις φορές. Ο πρώτος του γάμος ήταν με την ηθοποιό Πετρονέλα Μπάρκερ και του απέφερε το μοναδικό του παιδί, την Άμπιγκειλ. Ωστόσο ο γάμος διαλύθηκε μετά από λίγα χρόνια. Ο δεύτερος του γάμος ήταν με την Τζένιφερ Λίντον, ο οποίος διήρκησε μέχρι το 2002, αν και στην ουσία εδώ και αρκετά χρόνια είχε διαλυθεί. Τέλος η τελευταία του σχέση ήρθε έναν χρόνο μετά, με την ηθοποιό Στέλα Αριογέιβ.

Η σχέση του με την κόρη του Άμπιγκειλ δεν είναι καλή. Όταν απέκτησε την κόρη του βρισκόταν στην καλύτερη περίοδο της καριέρας του, με αποτέλεσμα να παρασυρθεί από την επιτυχία του ξεχνώντας τις οικογενειακές του υποχρεώσεις. Παράλληλα ο εθισμός του στο αλκοόλ έκανε την συμπεριφορά του ακόμα χειρότερη και αλαζονική. Όσο περισσότερο μεγάλωνε η κόρη του τόσο περισσότερο απομακρυνόταν ο ίδιος από αυτήν ώσπου τελικά χώρισε με την μητέρα της κόρης του και εξαφανίστηκε από της ζωές τους. Η τελευταία φορά την οποία ήρθε σε επαφή με την κόρη του ήταν το 1990, όταν η ίδια του ζήτησε την βοήθεια του προκειμένου να κάνει τα πρώτα βήματα της στην υποκριτική. Ο Άντονι όντως την βοήθησε, όμως ήταν εμφανές πως η σχέση τους είχε ψυχρανθεί πολύ και δεν μπορούσε να αποκατασταθεί. Έκτοτε δεν ξαναήρθαν σε επαφή, με την κόρη του να μην τον έχει συγχωρέσει για το γεγονός ότι απέτυχε να αποτελέσει μια πραγματική πατρική φιγούρα για την ίδια. Ο ίδιος ο Άντονι μοιάζει να έχει αποδεχθεί πλέον την κατάσταση με την κόρη του, δηλώνοντας πως μερικές φορές οι οικογενειακοί δεσμοί δεν διατηρούνται και πως ο καθένας ακολουθεί την δικιά του πορεία, μακριά ο ένας από τον άλλον.

Πηγές: https://el.cultureoeuvre.com/10928825-hopkins-anthony-biography-career-personal-life 

https://www.lifo.gr/culture/cinema/antoni-hopkins-kai-episimos-best-actor-alive

Πηγές εικόνων: https://whatculture.com/film/6-little-known-tics-that-made-anthony-hopkins-hannibal-so-captivating?page=6 

https://m.imdb.com/name/nm0000164/filmotype/thanks

Λέιν Στάλεϊ: Η πολυτάραχη ζωή μια σπουδαίας μουσικής προσωπικότητας

Τα δύσκολα παιδικά χρόνια και η πρώτη επαφή με την μουσική

Ο Λέιν Στάλευ (22 Αυγούστου 1967 – 5 Απριλίου 2002) ήταν Αμερικανός τραγουδιστής ο οποίος έγινε κυρίως γνωστός όταν αποτέλεσε τον τραγουδιστή του γκραντζ συγκροτήματος Alice in Chains. Γεννήθηκε στο Κίρκλαντ της Ουάσινγκτον

 Η παιδική τηλικία στιγματίστηκε αρκετά νωρίς, καθώς όταν ήταν μόλις εφτά χρονών οι γονείς του Φιλ και Νάνσι χώρισαν. Αυτό το γεγονός επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον Λέιν, ο οποίος όπως αναφέρει μετέτρεψε τα παιδικά του χρόνια σε έναν εφιάλτη. Ο πατέρας του έκανε χρήση ναρκωτικών και διέγραψε από την ζωή του τον Λέιν, ο οποίος αναγκάστηκε να μεγαλώσει με την μητέρα του και τον θετό πατέρα του Τζιμ. Μεγάλωσε με καθολικές αξίες, τις οποίες άρχισε να αμφισβητεί κατά την ενηλικίωση του και φοίτησε στο Meadowale High School το οποίο βρίσκεται στο Λίνγουντ της Ουάσινγκτον.

Η μητέρα του τον περιγράφει ως ένα ήσυχο παιδί, πολύ γλυκό και ντροπαλό. Αναφέρεται επίσης στην αγάπη του για την μουσική, η οποία ξεκινάει από πολύ μικρή ηλικία, καθώς από όταν ήταν μόλις εννιά ετών έλεγε πως θέλει να γίνει τραγουδιστής. Η μητέρα του τότε δεν πήρε τόσο σοβαρά την επιθυμία αυτή καθώς τα παιδιά σε αυτή την ηλικία έχουν υψηλές προσδοκίες οι οποίες συνήθως δεν εκπληρώνονται. Ωστόσο ο μικρός Λέιν είχε έναν ακόμα λόγο να θέλει να γίνει διάσημος: θα έκανε με αυτόν τον τρόπο τον πατέρα του να γυρίσει πίσω. Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως θα περίμενε ο ίδιος.

Από μικρός λοιπόν είχε ενδιαφέρον για την μουσική. Η πρώτη του ουσιαστική επαφή με αυτήν έγινε όταν εξερευνούσε την μουσική συλλογή των γονιών του. Ο ίδιος θεωρεί τους Μπλακ Σάμπαθ ως την πρώτη του μουσική επιρροή, ωστόσο επηρεάστηκε από πολλούς μουσικούς καλλιτέχνες της χαρντ ροκ και μέταλ μουσικής.

Ξεκίνησε να παίζει τα ντραμς από την ηλικία των δώδεκα ετών. Παρότι αποτέλεσε μέλος ως ντράμερ σε πολλά συγκροτήματα κατά την εφηβεία του, είχε την φιλοδοξία να γίνει τραγουδιστής. Το 1984 έγινε πρώτη φορά μέλος ως τραγουδιστής σε μια μαθητική μέταλ μπάντα με το όνομα Slaze, η οποία στην πορεία μετονομάστηκε σε Alice N’ Chains. Τα πάντα όμως άλλαξαν όταν ο Λέιν γνώρισε τον Τζιμ Κάντρελ. Οι δύο τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά σε μια συναυλία του Λέιν το 1987, όπου ο Κάντρελ εντυπωσιάστηκε από την φωνή του. Την περίοδο αυτή ο Κάντρελ ήταν άστεγος καθώς οι γονείς του τον είχαν διώξει από το σπίτι. Έτσι ο Λέιν πρότεινε στον Κάντρελ να συγκατοικήσουν μαζί στο στούντιο ηχογραφήσεων Music Bank. Σύντομα οι Alice N’ Chains θα διαλύονταν και δύο τους θα γινόντουσαν στενοί φίλοι και ιδρυτικά μέλη του θρυλικού συγκροτήματος Alice in Chains, το όνομα του οποίου υιοθέτησαν από το προηγούμενο συγκρότημα του Λέιν.

Η μουσική αναγνώριση μέσω των Alice in Chains

Προτού εστιάσουμε στην καριέρα του Λέιν Στάλεϊ, θα πρέπει να αναφερθούμε στις μουσικές τάσεις τις εποχής. Στα τέλη της δεκαετίας του 80 με αρχές τις δεκαετίας του 90 αρχίζει να ανθίζει στην πολιτεία της Ουάσινγκτον στις Η.Π.Α., και ιδιαίτερα στο Σιάτλ ένα νέο είδος μουσικής, το γκραντζ. Ουσιαστικά πρόκειται για μια εναλλακτική ροκ μουσική, στην οποία κυριαρχούν οι ηλεκτρικές κιθάρες και έχει υιοθετήσει στοιχεία από την χέβι μέταλ και πανκ μουσική. Στο πλαίσιο αυτό ανθίζουν διάφορα συγκροτήματα της γκραντζ, όπως οι (πιο γνωστοί εκπρόσωποι του είδους) Nirvana, Pearl Jam, Soundgarden και φυσικά οι Alice in Chains.

Σε αυτό το πλαίσιο κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ το 1990 με τον τίτλο “Facelift”, το οποίο έλαβε σημαντική αναγνώριση, φτάνοντας στο σημείο μάλιστα να γίνει πλατινένιο. Το άλμπουμ όμως που τους προσέφερε την μεγαλύτερη αναγνώριση ήταν το “Dirt”, το οποίο κυκλοφόρησε το 1992 και περιλάμβανε επιτυχίες όπως το “Would” και το “Rooster”. Αποτέλεσε το άλμπουμ με τις περισσότερες πωλήσεις, ξεπερνώντας τα πέντε εκατομμύρια και οδήγησε τους Alice in Chains στην καθιέρωση τους ως ένα από τα κορυφαία γκραντζ συγκροτήματα.

Αυτό που έκανε τους Alice in Chains να ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα συγκροτήματα της εποχής ήταν η ξεχωριστή χροιά του Λέιν Στάλεϊ.  Πολλοί, ανάμεσα τους και ο Κάντρελ, δυσκολεύονταν να πιστέψουν πως ένας φαινομενικά αδύναμος και κοκαλιάρης τραγουδιστής έβγαζε μέσω της φωνής του έναν απίστευτο δυναμισμό καθώς και μια τόσο άγρια χροιά.

Η προσωπική του ζωή και τα προβλήματα εξάρτησης

Ήδη από τις αρχές τις δεκαετίας του 90 ο Λέιν αντιμετώπιζε προβλήματα με την χρήση ναρκωτικών. Παρά τις διαρκείς προσπάθειες του ίδιου ακολουθώντας διάφορα προγράμματα αποτοξίνωσης, ουσιαστικά κανένα από αυτά δεν αποτέλεσε σημαντική βοήθεια αλλά μόνο μια προσωρινή λύση. Το περιστατικό που ίσως αφύπνισε περισσότερο τον Λέιν ήταν η αυτοκτονία του Κερτ Κομπέιν, τραγουδιστή των Nirvana και φίλο του. Ωστόσο, για ακόμα μια φορά δεν μπόρεσε να μείνει καθαρός για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Πέρα από τους Alice in Chains, αποτέλεσε μέλος ενός άλλου μουσικού πρότζεκτ, τους Mad Season. Σχηματίστηκαν το 1994 και κυκλοφόρησαν μόλις έναν δίσκο με τον τίτλο “Above”, ο οποίος περιλάμβανε δέκα κομμάτια. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο πρόκειται για την καλύτερη δουλειά την οποία έχει κάνει. Ο δίσκος αυτός έχει ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για τον Λέιν, καθώς αποτελεί μια αφήγηση της πολυτάραχης ζωής του, αλλά και της ερωτικής σχέσης του με την κοπέλα του Ντέμρι Πάροτ.

(Φωτογραφία του Λέιν με την κοπέλα του Ντέμρι Πάροτ)

Δυστυχώς τα χρόνια που ακολούθησαν μόνο ως καλύτερα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Η κοπέλα του Ντέμρι Πάροτ πεθαίνει το 1996 αντιμετωπίζοντας και η ίδια προβλήματα χρήσης ναρκωτικών και πιο συγκεκριμένα ούσα εξαρτημένη από την ηρωίνη. Το γεγονός αυτό ώθησε τον Λέιν ακόμα πιο κοντά στον δικό του θάνατο. Τα επόμενα χρόνια η κατάσταση του γινόταν ολοένα και χειρότερη, με τον ίδιο να καταλαβαίνει πως το τέλος του είναι κοντά.

Στην τελευταία και ίσως πιο επώδυνη συνέντευξη του του ο ίδιος αναγνωρίζει πως είναι κοντά στον θάνατο και ζητούσε από τους δημοσιογράφους να αποκρύψουν την οδυνηρή πραγματικότητα από τα κοντινά του πρόσωπα. Αναγνώρισε το λάθος της εξάρτησης του και έμοιαζε συντετριμμένος που η ζωή του θα τέλειωνε με αυτόν τον τρόπο. Στην ίδια συνέντευξη αναφέρει πως η μουσική ήταν το μόνο κίνητρο του για να παραμείνει ζωντανός. Μέσω αυτής διοχέτευε όλη του την οργή βοηθώντας και άλλους ανθρώπους με παρόμοια συναισθήματα. Επίσης αναφέρθηκε και στον πατέρα του, ο οποίος εν τέλει τον αναζήτησε όταν εκείνος έγινε διάσημος. Ωστόσο η σχέση τους επηρέασε αρνητικά τον Λέιν στην προσπάθεια του να αποδράσει από την χρήση ουσιών, με τον πατέρα του πολλές φορές να του ζητά χρήματα για να αγοράσει ναρκωτικά και να ωθεί και τον ίδιο στην χρήση τους. Ο θάνατος του Λέιν  τελικά ήρθε στις 5 Απριλίου του 2002, ακριβώς οχτώ χρόνια από τον θάνατο του φίλου του Κερτ Κομπέιν, ο οποίος τον είχε επίσης στιγματίσει.

Τελικά ποιος ήταν ο Λέιν Στάλεϊ;

Ο Λέιν Στάλεϊ δυστυχώς αποτελεί έναν από τους πολλούς μουσικούς καλλιτέχνες που απεβίωσαν πρόωρα. Η ζωή του στιγματίστηκε από πολλά δυσάρεστα γεγονότα, ήδη από την παιδική του ηλικία. Η απώλεια του πατέρα του φαίνεται να άφησε ένα κενό στην παιδική του ηλικία το οποίο δεν αναπληρώθηκε ποτέ και τον καθόρισε σε μεγάλο βαθμό στο υπόλοιπο της ζωής του. Ο ίδιος, όντας άνθρωπος ο οποίος πολλές φορές κλεινόταν στον εαυτό του, έβρισκε διέξοδο στα προβλήματα του μέσω της μουσικής. Αποτελούσε για αυτόν ένα μέσο έκφρασης όλων εκείνων των συναισθημάτων που συσσώρευε μέσα του.
Δυστυχώς η χρήση ουσιών ήταν ένα πρόβλημα που τον στοίχειωσε σε όλη του τη ζωή: πρώτα είδε τον πατέρα του να γίνεται χρήστης ουσιών και να τον εγκαταλείπει και να δείχνει μονάχα εκμεταλλευτικό ενδιαφέρον για αυτόν, μετά από χρόνια έχασε την κοπέλα του για τον ίδιο λόγο, ενώ τέλος ο ίδιος βίωσε ένα αργό και βασανιστικό θάνατο λόγω της εξάρτησης του. Ο Λέιν ήταν ένας καλόψυχος και ιδιαίτερα ταλαντούχος μουσικός, που η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε να απεβιώσει την ίδια μέρα, με οχτώ χρόνια διαφορά από έναν άλλο μουσικό της γενιάς του με σημαντική επιρροή στο κοινό της εποχής, τον Κέρτ Κομπέιν.

Πηγές: https://www.thefamouspeople.com/profiles/layne-thomas-staley-2117.php

https://faroutmagazine.co.uk/alice-in-chains-layne-staley-final-interview/

https://ultimateclassicrock.com/layne-staley-alice-in-chains-dies/

Φρίντα Κάλο: Μια βουτιά χρώματος στην μεξικάνικη ψυχή της

Η Μεξικανή καλλιτέχνης Φρίντα Κάλο μνημονεύεται για τις αυτοπροσωπογραφίες, τον πόνο και το πάθος της και τα τολμηρά, ζωντανά της χρώματα. Στο Μεξικό τιμάται για την προσοχή της στη μεξικανική και ιθαγενή κουλτούρα και από τις φεμινίστριες για την απεικόνισή της στη γυναικεία εμπειρία και μορφή.

Η Κάλο, που έπασχε από πολιομυελίτιδα ως παιδί, παραλίγο να πεθάνει σε ατύχημα με λεωφορείο ως έφηβη. Υπέστη πολλαπλά κατάγματα της σπονδυλικής στήλης, της κλείδας και των πλευρών, σπασμένη λεκάνη, σπασμένο πόδι και εξάρθρωση ώμου. Άρχισε να επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στη ζωγραφική ενώ αναρρώνει σε ένα γύψο. Στη διάρκεια της ζωής της, έκανε 30 επεμβάσεις.

Η εμπειρία ζωής είναι ένα κοινό θέμα στους περίπου 200 πίνακες, σκίτσα και σχέδια της Κάλο. Ο σωματικός και συναισθηματικός πόνος της απεικονίζονται έντονα σε καμβάδες, όπως και η ταραχώδης σχέση της με τον σύζυγό της, συνάδελφο καλλιτέχνη Ντιέγκο Ριβέρα, τον οποίο παντρεύτηκε δύο φορές. Από τους 143 πίνακές της, οι 55 είναι αυτοπροσωπογραφίες.

Η καταστροφή στο σώμα της από το ατύχημα με το λεωφορείο παρουσιάζεται με απόλυτη λεπτομέρεια στο The Broken Column. Η Κάλο απεικονίζεται σχεδόν γυμνή, χωρισμένη στη μέση, με τη σπονδυλική στήλη της να παρουσιάζεται ως σπασμένη διακοσμητική στήλη. Το δέρμα της είναι διάστικτο με νύχια. Της έχει τοποθετηθεί επίσης χειρουργικός νάρθηκας.

Ζωγραφίζω αυτοπροσωπογραφίες επειδή είμαι τόσο συχνά μόνη, επειδή είμαι ο άνθρωπος που ξέρω καλύτερα.”

Φρίντα Κάλο

Η πρώτη αυτοπροσωπογραφία της Κάλο ήταν το Αυτοπροσωπογραφία με βελούδινο φόρεμα το 1926. Ζωγραφίστηκε στο στυλ των Μεξικανών πορτραιτογράφων του 19ου αιώνα, οι οποίοι και οι ίδιοι επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τους ευρωπαίους δεξιοτέχνες της Αναγέννησης. Μερικές φορές αντλούσε επίσης από τους Μεξικανούς ζωγράφους χρησιμοποιώντας φόντο δεμένες κουρτίνες. Αυτοπροσωπογραφία – Ο χρόνος πετά (1929), Πορτρέτο μιας γυναίκας με λευκά (1930) και Αυτοπροσωπογραφία αφιερωμένη στον Λέον Τρότσκι (1937) φέρουν όλα αυτό το υπόβαθρο.

Στο δεύτερο αυτοπορτρέτο της, “Time Flies”, η Κάλο χρησιμοποιεί λαϊκό στυλ και ζωηρά χρώματα. Φοράει αγροτικά ρούχα και το κόκκινο, το λευκό και το πράσινο στον πίνακα είναι τα χρώματα της μεξικανικής σημαίας.

Κατά τη διάρκεια της ζωής της, η αυτοπροσωπογραφία είναι ένα θέμα στο οποίο επιστρέφει πάντα η Φρίντα Κάλο, καθώς οι καλλιτέχνες επέστρεφαν πάντα στα αγαπημένα τους θέματα – ο Βίνσεντ βαν Γκογκ τα Ηλιοτρόπια του, ο Ρέμπραντ το Αυτοπορτρέτο του και ο Κλοντ Μονέ τα νούφαρα του.

Frida and Diego: Love and Pain
Η Κάλο και ο Ριβέρα είχαν μια ταραχώδη σχέση, που σημαδεύτηκε από πολλαπλές υποθέσεις και στις δύο πλευρές. Self-Portrait With Cropped Hair (1940), η Κάλο απεικονίζεται με ανδρικό κοστούμι, κρατώντας ένα ψαλίδι, με τα πεσμένα μαλλιά της γύρω από την καρέκλα στην οποία κάθεται. Αυτό αντιπροσωπεύει τις στιγμές που έκοβε τα μαλλιά που αγαπούσε ο Ριβέρα όταν είχε σχέσεις.

Ο πίνακας Memory, the Heart του 1937 δείχνει τον πόνο της Κάλο για τη σχέση του συζύγου της με τη μικρότερη αδερφή της Χριστίνα. Μια μεγάλη σπασμένη καρδιά στα πόδια της δείχνει την ένταση της αγωνίας της Κάλο. Η Φρίντα Κάλο και ο Ντιέγκο Ριβέρα χώρισαν το 1939, αλλά ενώθηκαν ξανά ένα χρόνο αργότερα και ξαναπαντρεύτηκαν. Το The Two Fridas (1939) απεικονίζει την Κάλο δύο φορές, λίγο μετά το διαζύγιο. Μια Φρίντα φορά ένα κοστούμι από την περιοχή Τεχουάνα του Μεξικού, αντιπροσωπεύοντας τη Φρίντα που αγαπούσε ο Ντιέγκο. Η άλλη Φρίντα φοράει ευρωπαϊκό φόρεμα ως η γυναίκα που πρόδωσε και απέρριψε ο Ντιέγκο. Αργότερα, επιστρέφει με το φόρεμα Tehuana με το Self-Portrait as a Tehuana (1943) και το Self Portrait (1948).

Τα προκολομβιανά αντικείμενα ήταν κοινά τόσο στο σπίτι Κάλο/Ριβέρα (ο Ντιέγκο συνέλεγε γλυπτά και είδωλα και η Φρίντα κοσμήματα) όσο και στους πίνακες της Κάλο. Φορούσε κοσμήματα αυτής της περιόδου στα Self-Portrait – Time Flies (1926), Self-Portrait With Monkey (1938) και Self-Portrait With Braid (1941), μεταξύ άλλων. Άλλα προκολομβιανά τεχνουργήματα βρίσκονται στα The Four Inhabitants of Mexico City (1938), Girl With Death Mask (1938) και Self-Portrait With Small Monkeys (1945).

Η ζωγραφική μου φέρει μαζί της το μήνυμα του πόνου.»

Φρίντα Κάλο

Σουρεαλιστικό ή Ρεαλιστικό;


Η Φρίντα Κάλο συμμετείχε στη «Διεθνή Έκθεση Σουρεαλισμού» το 1940 στη Galeria de Arte του Μεξικάνο. Εκεί, εξέθεσε τους δύο μεγαλύτερους πίνακές της: The Two Fridas και The Wounded Table (1940). Ο σουρεαλιστής Andrew Breton θεώρησε ότι η Kahlo είναι σουρεαλίστρια, μια ετικέτα που η Kahlo απέρριψε, λέγοντας ότι απλώς ζωγράφισε την πραγματικότητά της. Ωστόσο, το 1945, όταν ο Don Jose Domingo Lavin ζήτησε από τη Frida Kahlo να διαβάσει το βιβλίο Moses and Monotheism του Sigmund Freud – του οποίου τα έργα ψυχανάλυσης βασίζεται ο σουρεαλισμός – και να ζωγραφίσει την κατανόησή της και την ερμηνεία αυτού του βιβλίου. Η Φρίντα Κάλο ζωγράφισε τον Μωυσή και αυτός ο πίνακας αναγνωρίστηκε ως δεύτερο βραβείο στην ετήσια έκθεση τέχνης στο Palacio de Bellas Artes.

Η Κάλο δεν πούλησε πολλούς πίνακες στη διάρκεια της ζωής της, αν και ζωγράφιζε περιστασιακά πορτρέτα κατόπιν παραγγελίας. Είχε μόνο μία ατομική έκθεση στο Μεξικό στη διάρκεια της ζωής της, το 1953, μόλις ένα χρόνο πριν από τον θάνατό της σε ηλικία 47 ετών.

Σήμερα τα έργα της πωλούνται σε πολύ υψηλές τιμές. Τον Μάιο του 2006, η αυτοπροσωπογραφία της Φρίντα Κάλο, Ρίζες, πουλήθηκε για 5,62 εκατομμύρια δολάρια σε δημοπρασία του Sotheby’s στη Νέα Υόρκη, σημειώνει ρεκόρ ως το πιο ακριβό έργο της Λατινικής Αμερικής που αγοράστηκε ποτέ σε δημοπρασία και επίσης κάνει τη Φρίντα Κάλο μία από τις υψηλότερες πουλάει γυναίκα στην τέχνη.

Ευρέως γνωστή για τις μαρξιστικές της τάσεις, η Φρίντα, μαζί με τον μαρξιστικό επαναστάτη Τσε Γκεβάρα και μια μικρή μπάντα σύγχρονων μορφών, έχει γίνει ένα αντιπολιτισμικό σύμβολο του 20ου αιώνα και δημιούργησε μια κληρονομιά στην ιστορία της τέχνης που συνεχίζει να εμπνέει τη φαντασία και το μυαλό. Γεννημένη το 1907, νεκρή στα 47 της, η Φρίντα Κάλο έγινε διασημότητα ακόμη και στη σύντομη ζωή της,που εκτεινόταν πολύ πέρα από τα σύνορα του Μεξικού, αν και τίποτα δεν έμοιαζε με τη λατρεία που θα την έκανε τελικά τη μητέρα της selfie, την ανεξίτηλη εικόνα της αναγνωρίσιμη παντού.

Στο Μουσείο Φρίντα Κάλο στην Πόλη του Μεξικού, τα προσωπικά της αντικείμενα εκτίθενται σε όλο το σπίτι, σαν να ζούσε ακόμα εκεί. Η Κάλο γεννήθηκε και μεγάλωσε σε αυτό το κτίριο, του οποίου οι τοίχοι από κοβάλτιο έδωσαν τη θέση τους στο παρατσούκλι του Μπλε Σπίτι. Έζησε εκεί με τον άντρα της για μερικά χρόνια και πέθανε εκεί. Η εγκατάσταση είναι το πιο δημοφιλές μουσείο στη γειτονιά Coyoacan και ένα από τα πιο δημοφιλή μουσεία στην Πόλη του Μεξικού.

Τα αριστουργήματα της Φρίντα Κάλο:

Οι δύο Φρίντα, 1939 της Φρίντα Κάλο

Αυτοπροσωπογραφία με κολιέ από αγκάθια και κολίβριο, 1940

Ζήσε την ζωή, Καρπούζια – της Φρίντα Κάλο

Πηγές:

http://www.efsyn.gr

https://www.fridakahlo.org/

Γιάν Τιερσέν: Ο μουσικός συνθέτης που έγινε γνωστός μέσα απο την Αμελί

Ο γεννημένος στην Βρετόν της Γαλλίας, καλλιτέχνης, Γιάν Τιερσέν, ασχολήθηκε με τη μουσική για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Άρχισε να μαθαίνει πιάνο σε ηλικία τεσσάρων ετών, ασχολήθηκε με το βιολί σε ηλικία έξι ετών και έλαβε κλασική εκπαίδευση σε μουσικές ακαδημίες στη Ρεν, τη Νάντη και τη Βουλώνη. Στη συνέχεια, σε ηλικία 13 ετών, επέλεξε να αλλάξει τη μοίρα του, σπάζοντας το βιολί του σε κομμάτια, αγοράζοντας μια κιθάρα και σχηματίζοντας ένα ροκ συγκρότημα.

Μεγαλώνοντας στο Rennes έδωσε στον Tiersen την τέλεια μουσική εκπαίδευση με τη μορφή του ετήσιου φεστιβάλ Transmusicales της πόλης, βλέποντας έργα όπως οι Nirvana, Einstürzende Neubaten, Nick Cave και The Bad Seeds, The Cramps, Television και Suicide. Όταν το συγκρότημα του διαλύθηκε λίγα χρόνια αργότερα, αντί να κυνηγήσει μερικούς νέους μουσικούς, αγόρασε ένα φτηνό γραφείο μίξης, έναν κύλινδρο οκτώ κομματιών και άρχισε να ηχογραφεί μουσική σόλο με ένα synth, δειγματολήπτη και ντραμς, κοιτάζοντας πάνω από το αυλάκια παλιών δίσκων στο κυνήγι λούπες και ορχηστρικές χορδές για λεηλασία.

«Μια μέρα σκέφτηκα, αντί να αφιερώνω μέρες στην έρευνα και να ακούω πολλούς δίσκους για να βρω τον πλησιέστερο ήχο από αυτό που έχω στο μυαλό μου, γιατί να μην φτιάξω αυτό το γαμημένο βιολί και να το χρησιμοποιήσω;» Το καλοκαίρι του 1993, ο Tiersen έμεινε στο διαμέρισμά του, ηχογραφώντας μουσική μόνος του με κιθάρα, βιολί και ακορντεόν, καθοδηγούμενος όχι από τον κλασικό κανόνα, αλλά από τη διαίσθηση και το όραμά του για «μια μουσική αναρχία».

Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού του 1993, ο Tiersen είχε ηχογραφήσει πάνω από 40 κομμάτια, τα οποία θα αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος των δύο πρώτων άλμπουμ του. Το La Valse Des Monstres του 1995, εμπνευσμένο από τους Freaks του Tod Browning και το The Damask Drum του Yukio Mishima, ακολούθησε έξι μήνες αργότερα η Rue Des Cascades, μια συλλογή από μικρά κομμάτια που ηχογραφήθηκαν με παιχνίδι πιάνο, τσέμπαλο, βιολί, ακορντεόν και μαντολίνο. Έξι χρόνια αργότερα, ο δίσκος θα έβρισκε πολύ μεγαλύτερο κοινό όταν πολλά κομμάτια, μαζί με μουσική από το Le Phare, θα χρησιμοποιούσαν στο soundtrack της ταινίας Amelie (2001) του Jean-Pierre Jeunet.

Η εμπορική ανακάλυψη του Tiersen θα ερχόταν νωρίτερα, ωστόσο, και από τη δική του πλάτη. Το Le Phare (The Light House) του 1998 ηχογραφήθηκε σε μια αυτοεπιβεβλημένη απομόνωση στο νησί Ushant (βρίσκεται 30 χιλιόμετρα από τη δυτική ακτή της Βρετάνης στην Κελτική Θάλασσα), όπου ο Tiersen πέρασε δύο μήνες ζώντας σε ένα νοικιασμένο σπίτι. Το βράδυ, παρακολούθησε τον Creach’h, τον πιο ισχυρό φάρο στην Ευρώπη, καθώς φώτιζε το γύρω τοπίο.

Ο Le Phare συνέχισε να πούλησε πάνω από 160.000 αντίτυπα, επιβεβαιώνοντας τη θέση του Tiersen ως ενός από τους πιο πρωτοπόρους και πρωτότυπους καλλιτέχνες της γενιάς του και ξεκινώντας μια σειρά επιτυχημένων άλμπουμ όπως το L’Absente του 2001 (συμμετέχουν το ορχηστρικό συγκρότημα Synaxis, η Lisa Germano και η Divine Comedy’s Hannon) και το Les Retrouvailles του 2005 (με καλεσμένους τους Stuart Staples των Tindersticks, Jane Birkin και Elizabeth Fraser των Cocteau Twins). Σε αυτήν την περίοδο, ο Tiersen έβγαλε επίσης τη μουσική του σε όλο τον κόσμο, παίζοντας συναυλίες με μια πλήρη ορχήστρα και ένα ενισχυμένο κουαρτέτο εγχόρδων – ένα στήσιμο που αποτυπώθηκε στο ηλεκτρικό ζωντανό άλμπουμ C’etait ici του 2002. Στη συνέχεια, ο Tiersen συνέχισε να δημιουργεί παρτιτούρες για άτομα όπως η τραγική κωμωδία του Wolfgang Becker Good Bye Lenin! (2003) και Tabarly (2008), ένα ντοκιμαντέρ για τον Γάλλο ναύτη Éric Tabarly, ο οποίος έφαγε το τελευταίο του γεύμα στο Ushant πριν συναντήσει ένα υδάτινο τέλος στη θάλασσα της Ιρλανδίας.



Το 2010 υπέγραψε στο Mute και κυκλοφόρησε το πρώτο από μια σειρά άλμπουμ με παρουσίαση συγκροτήματος. Ο Dust Lane παρουσίασε τους συνθεσάιζερ στις ηχογραφήσεις του, «Πάντα προσπαθούσα να ενσωματώσω vintage ηλεκτρονικούς ήχους που μου άρεσαν στη μουσική μου, αλλά με εξαίρεση το [πρώιμο ηλεκτρονικό πληκτρολόγιο] Ondes Martenot, δεν συνέβη ποτέ μέχρι το Dust Lane». Ακολούθησε το άλμπουμ Skyline (2011) που παρήγαγε ο Ken Thomas, συνεχίζοντας τη συλλογική του δουλειά με εμφανίσεις από τους Ólavur Jákupsson, Peter Broderick και Efterklang, για να αναφέρουμε μόνο μερικά και το 2014 κυκλοφόρησε το Infinity (2014), ένα άλμπουμ που βασίστηκε σε ηχογραφήσεις για πιάνο. ηλεκτρονικά χειραγωγημένο για να παρέχει μια βάση για τα υπόλοιπα όργανα, «μια σταθερή μπρος-πίσω από ακουστική σε ηλεκτρονική σε ηλεκτρική σε ψηφιακή, πίσω στην αναλογική. Μετά όλα πίσω από την άλλη πλευρά».

Το 2016 είδε την πρώτη σόλο κυκλοφορία του Tiersen για πιάνο, EUSA, μια κίνηση σε πιο μινιμαλιστικούς σύγχρονους ήχους που δείχνουν τη συνέχιση της διαφορετικότητας του Tiersen. Το άλμπουμ έδωσε έναν μουσικό χάρτη του Ushant, του νησιού που έχει αποκαλέσει σπίτι τα τελευταία χρόνια, με ηλεκτρονικά επεξεργασμένες πρωτότυπες ηχογραφήσεις πεδίου των φυσικών ήχων στο νησί που δημιουργούν ένα διακριτικό drone που τρέχει παντού. Ακολούθησε το 2019 το ALL, που ηχογραφήθηκε στο νεόκτιστο στούντιο του στο Ushant, ένα άλμπουμ που διερευνά περαιτέρω τη σχέση μας με τη φύση, τον τόπο και την αγάπη του για τη γλώσσα.

Το 2019, επισκέφτηκε ξανά κάποιο από τον κατάλογό του με μια συλλογή από 25 πρόσφατα ηχογραφημένα κομμάτια από όλη την καριέρα του. Το Portrait παρουσίασε συνεργασίες με τον John Grant, τον Gruff Rhys από το Super Furry Animals, τον Stephen O’Malley από το Sunn O))) και τον Blonde Redhead.

Το Portrait έδωσε στον Tiersen την ευκαιρία να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στη δουλειά του με τον Kerber (2021), το πιο απροκάλυπτα ηλεκτρονικό του υλικό μέχρι σήμερα. Πιστό στην λεπτή και λεπτή προσέγγιση του Tiersen, αυτό δεν είναι ένα χορευτικό κομμάτι μουσικής που μοιάζει με στροφή αναστροφής, αλλά αντίθετα για έναν όμορφα σχεδιασμένο, εξαιρετικά καθηλωτικό και προσεκτικά κατασκευασμένο ηλεκτρονικό κόσμο για να μπείτε μέσα του.

Είναι τόσο μια εξέλιξη αυτού που έχει προηγηθεί, όσο και ένας νέος χώρος για εξερεύνηση. Στο νέο άλμπουμ, το πιάνο είναι η πηγή, αλλά τα ηλεκτρονικά είναι το περιβάλλον στο οποίο υπάρχουν. Ο Tiersen εξηγεί, «Μπορεί να σκεφτείς αυτή τη διαισθητική σκέψη, «ωχ είναι πράγματα για πιάνο», αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Δούλεψα αρχικά κομμάτια για πιάνο, αλλά δεν είναι αυτός ο πυρήνας, δεν είναι σημαντικά. Το πλαίσιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα – το πιάνο ήταν ο προπομπός για να δημιουργηθεί κάτι για να λειτουργήσουν τα ηλεκτρονικά».

Πηγή:https://www.yanntiersen.com/about

Ρόσι Ντε Πάλμα: Η μούσα του Πέδρο Αλμοδόβαρ

Η Ρόσα Ελένα Γκαρσία (γεννημένη στις 16 Σεπτεμβρίου 1964), περισσότερο γνωστή ως Rossy de Palma, είναι Ισπανίδα ηθοποιός και μοντέλο. Είναι γνωστή για τους ρόλους της σε ταινίες του Pedro Almodóvar όπως, ο νόμος της επιθυμίας, οι γυναίκες στα πρόθυρα μιας νευρικής κατάρρευσης, η Κίκα, το λουλούδι του μυστικού μου, η Τζουλιέτα και Παράλληλες μητέρες.

Καριέρα
Γεννημένη στην Πάλμα, ήταν αρχικά τραγουδίστρια και χορεύτρια για το συγκρότημα Peor Imposible. Την ανακάλυψε ο σκηνοθέτης Pedro Almodóvar σε ένα καφέ στη Μαδρίτη το 1986. Ο πρώτος της σημαντικός ρόλος ήταν το 1988 στο Almodóvar’s Women on the Verge of a Nervous Breakdown και θα συνεχίσει να είναι ένα από τα επαναλαμβανόμενα καστ του Almodóvar.

Έγινε μοντέλο για τους σχεδιαστές Jean-Paul Gaultier, Thierry Mugler και Sybilla. Στη συνέχεια εμφανίστηκε στη σατιρική ταινία μόδας του Ρόμπερτ Άλτμαν το 1994 Prêt-à-Porter και στο μουσικό βίντεο του τραγουδιού του Τζορτζ Μάικλ “Too Funky”.

Αυτή τη στιγμή ζει στη Γαλλία με τα δύο της παιδιά όπου δραστηριοποιείται και ασχολείται με το μόντελινγκ. Από το 2010, είναι ηθοποιός του θεάτρου, εκπρόσωπος φιλανθρωπικών οργανώσεων της Γκάνας φιλανθρωπικής οργάνωσης OrphanAid Africa, και πρόσωπο διαφημιστικών καμπανιών πολυτελείας.

Το 2007, κυκλοφόρησε μια σειρά αρωμάτων με το όνομά της μέσω της Etat libre d’Orange.

Το 2009 πόζαρε γυμνή σε μια ενημερωτική εκστρατεία για τον καρκίνο του μαστού για το περιοδικό Marie Claire. Επιλέχθηκε για να είναι στην κριτική επιτροπή για το κύριο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών 2015.

Αν ορίσω τον εαυτό μου, περιορίζομαι.

Ρόσι Ντε Πάλμα

«Ήμουν κακιά από την αρχή», λέει. “Δεν χρειαζόμουν ποτέ την έγκριση κανενός. Είναι μια στάση — να ποζάρεις και να λες, “Κοίτα, αυτό είμαι, και δεν σκέφτομαι αν δεν σου αρέσει. Ή αν σου αρέσει, δεν «Δώσε λίγο και γι’ αυτό». Στα γαλλικά λένε, «Ne te laisse pas faire», που μεταφράζεται σε «Μην τους αφήσεις να σε πιάσουν». [Οι κακές γυναίκες] είναι αλλεργικές στις μαλακίες».

Στην πιο πρόσφατη κυκλοφορία του Almodóvar, την υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα ,Parallel Mothers, Η Ρόσα, υποδύεται την Elena, μια δυναμική συντάκτρια περιοδικών και την καλύτερη φίλη της Janis, μιας ανθεκτικής ανύπαντρης μητέρας που υποδύεται η Πενέλοπε Κρούζ.

«Η Έλενα αγαπά τις γυναίκες και είναι κρυφά ερωτευμένη με τον χαρακτήρα της Πενέλοπε», λέει η Ρόσα. «Είναι συναισθηματική αλλά σκληρή — μια γυναίκα που μπορεί να διαχειριστεί τη ζωή της χωρίς πρόβλημα, ξέρεις;»

Ενώ ο Aλμοδόβαρ βοήθησε την Ρόσα να ξεκινήσει στον κόσμο της υποκριτικής, τώρα έχει ένα πλούσιο χαρτοφυλάκιο που μπορεί να υπερηφανεύεται για ταινίες με τον Robert Altman (Prêt-à-Porter, 1994) και τον Terry Gilliam (The Man Who Killed Don Quixote, 2018), μεταξύ άλλων. .

Ένα από τα πρότζεκτ της που ολοκληρώθηκε πρόσφατα είναι ένα σύγχρονο ριμέικ της όπερας Κάρμεν, στην οποία η ντε Πάλμα τραγούδησε και χόρεψε θύελλα για τον χορογράφο και σκηνοθέτη για πρώτη φορά Μπέντζαμιν Μιλίπιντ.

Τον τελευταίο καιρό, λέει, αυτό που την κρατά πιο εμπνευσμένη είναι μια σαρωτική κοινωνική αλλαγή και το κύμα της γυναικείας δύναμης που την συνοδεύει. «Ανακαλύπτω πολλές γυναίκες —σεναριογράφους, σκηνοθέτες— που τώρα ξυπνούν από κάποιον, δεν ξέρω, αιώνιο εφιάλτη», λέει. «Πριν ήταν σαν, “Θεέ μου, πώς μπορώ να αντιμετωπίσω τη δουλειά, με τα παιδιά, με την οικογένεια, οτιδήποτε;” Τώρα δεν υπάρχει πια αυτή η ενοχή. Είμαστε ορθάνοιχτοι στο μέλλον μας. Όλα συμβαίνουν για εμάς.”

Η ντε Πάλμα αισθάνεται μια αίσθηση εκτίμησης για αυτόν τον χρόνο στη ζωή και την καριέρα της. Ένας από τους λίγους κανόνες της είναι να παραμένει θετικός όσο το δυνατόν περισσότερο. «Το να παραπονιέσαι είναι μια ανόητη σπατάλη χρόνου και ενέργειας», λέει. “Όσο περισσότερη ευγνωμοσύνη έχεις, τόσο μεγαλώνει, όπως όταν ανοίγεις ένα μπουκάλι σαμπάνια. Η ευγνωμοσύνη έχει φυσαλίδες!”

Kέρτ Κομπέιν-Η άγρια ζωή και ο τραγικός θάνατος του frontman των Nirvana

Ο Κέρτ Ντόναλντ Κομπέιν ,γεννήθηκε στις 20 Φλεβάρη του 1967 στο Ουανσιγκτον της Αμερικής, η μικρότερη του αδερφή Κίμπερλι, γεννήθηκε στις 24 Απριλίου του 1970,οι πρόγονοι του ήταν υποδηματοποιοί που μετανάστευσαν απο την Ιρλανδία στην Αμερική το 1875.

Aν και η μητέρα του Γουέντι ,ήταν σερβιτόρα και ο πατέρα του, Ντόναλτ, ήταν μηχανικός αυτοκινήτων

Η αγάπη του για την μουσική και τα δύσκολα χρόνια της εφηβείας

Από μικρός είχε το μικρόβιο της μουσικής μέσα του αλλα και επηρεασμένος και απο την οικογένεια του ,καθώς ο θείος του, ήταν μέλος ενός συγκροτήματος που λεγόταν beach comas και η θεία του έπαιζε κιθάρα και ήταν μέλος αρκετών τοπικών συγκροτημάτων, υπήρχε ακόμα ένας ιρλανδός τενόρος στο παρελθόν της οικογένειας του που έπαιξε, ένα μέρος στην ταίνια ”Τhe king of Jazz”

‘Ηταν προφανές ,πως ο Κερτ είχε ταλέντο στην μουσική απο πολύ νωρίς ,καθώς εκδήλωσε περισσότερο ταλέντο στην τέχνη,όπως και στο να ζωγραφίζει τους αγαπημένους του χαραλ΄τηρεςαπο τα αγαπημένα του φίλμ και ταίνιες.

Όμως, η θεία του,ήταν αύτη που του έδωσε θάρρος για τις μουσικές του ικανότητες,Ο Κερτ άρχισε να έχει ενδιαφέρον για την μουσική και όταν ήταν μολις 4 χρονών ,έγραψε το πρώτο του τραγούδι,που μίλαγε για ένα ταξίδι στο πάρκο και ξεκίνησε να παίζει στο πιάνο.

Όταν ο Κερτ ήταν 9 χρονών, οι γονείς του πήραν διαζύγιο,το οποίο αργότερα είπε πως είχε τεράστια επιρροή σε αυτόν και εφτάσε ακόμα να νιώθει ντροπιασμένος για τους γονείς του,η προσωπικότητα του επίσης άλλαξε,και το ευγενικό και ευαίσθητο παιδί,έγινε απόμακρο και προκλητικό,όταν οι γονείς του βρήκαν νέους συντρόφους,Ο Κερτ έγινε βίαιος και άρχισε να κάνει μπούλινγκ σε ένα παιδί στο σχολείο.

‘Oλα αυτά τελικά ηταν αρκετα περισσότερα απο αυτα που μπορούσε να αντέξει ο πατέρας του,που είχε την πλήρη επιμέλεια του,τον έδωσε στην φροντίδα των φίλων και της οικογένειας του, ο οποίος ένας απο αυτούς ήταν ένας χριστιανός που λεγόταν Τζέσι Ρίντ.’Hταν σε αυτό το σημείο,όπου η θρησκεία επαίξε σημαντικο ρόλο και έγινε σημαντικο κομμάτι στην ζωή του.

Η πρωτη επαφή με την πανκ μουσική και η γνωριμια με την Κορντει Λοβ

Στο σχολείο ,ο Κέρτ έγινε φίλος, με τον Ρότζερ Οζμπορν ,που ήταν τραγουδιστής και έπαιζε κιθάρα με το συγκρότημα Μelvins,και που αυτοί ηταν που τον έφεραν κοντά με την punk rock και την hardcore μουσική.

Σύμφωνα με τον Κέρτ Κομπέιν,η πρώτη μουσική εκδήλωση που πήγε ήταν μια δωρεάν συναυλία απο το συγκρότημα Μelvins σε ενα τοπικό σούπερ μάρκετ,αυτό είχε ένα βαθύ αποτέλεσμα σε εκείνον και ξεκίνησε να πηγαίνει σε punk rock συναυλίες στο Σιατλ.

Στις 20 Φλεβαρη του 1981 στα 14 γενεθλια του ,ο Κερτ είχε την επιλογή να διαλέξει σαν δώρο ένα ποδήλατο η μια χρησημοποιημένη κιθάρα απο τον θείο του,διάλεξε την κιθάρα και αμέσως άρχισε να την εξευρενει για να μαθει να πάιζει τραγούδια οπως το Stairway to Heaven των Λεντ Ζέπελιν,και άλλων καλλιτεχνών ,όπως τών Κουίν και των Κάρς.

‘Αρχισε επίσης να κάνει παρεέα με τον Κρις Νοσελοβις,που επίσης βρισκόταν στη punk rock κοινώτητα και συχνά,το ζευγάρι φίλων ,έκανε πρακτική παίζωντας μουσική μαζί,στο κομμωτήρειο που δόυλευε η μήτερα του φίλου του.

Στην δευτερη χρονια του λύκειου,ο Κέρτ έμεινε μαζί με την μητέρα του,μα μετά το παράτησε αφόυ διαπίστωσε πώς δεν θα κατάφερνε να αποφοιτήσει,η μητέρα του ,του έδωσε ένα τελεσίγραφο η θα βρείς δουλειά η θα φύγεις απο το σπίτι.

Μετά απο μια ενδομάδα,βρέθηκε άστεγος και πέρασε αρκετό χρόνο,μένωντας κάτω απο μια γέφυρα,εκείνη την περίοδο ο Κέρτ γνώρισε την Τρέισι Μιράντα και το ζευγάρι ξεκίνησε μια σχέση,τον υποστηριξε οικονομικα με τον μικρό μισθο που είχε δουλεύοντας σε μια καφετέρεια.

Υπήρχαν αρκετοι καβγάδες, μεταξύ τους σχετικά με τα χρήματα,αυτή επέμενε να βρει μια δουλειά ,ωστε και εκείνος να συνησφέρει οικονομικά,μα εκείνος περνούσε τον χρόνο του,δουλεύοντας σε μουσικά έργα τέχνης.Η εμπειρία του ,αυτή την φορά τον βοήθησε να γράψει ένα τραγούδι για το κορίτσι που εμφανίζεται στο άλμπουμ των Νιρβάνα που λέγεται BLEACH.

Μετά τον χωρισμό του ,με την Τρέισι,άρχισε να βλέπει ένα επαναστατικό πάνκ κορίτσι,που λεγόταν Τόμπι Βάλι, που ηταν μέλος του συγκροτήματος Βikini Kill,έπαιζαν μουσική μαζί,έγραφαν τραγούδια και τα ηχογράφησαν στο μηχάνημα ηχογράφησης του πατέρα της.

Σε κάποιο σημείο ένα μέλος του συγκροτήματος ,ψέκασε ένα σλόγκαν στο τοίχο του Κέρτ (Kurt smells like teen spirit).O Kερτ, πίστευε πως ήταν ένα πολύ καλό επαναστατικό σλόγκαν χωρίς να ξέρει ,ότι αναφερόταν στο έφηβο αποσμητικό, που φορούσε η Βάλι και [που ,αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για ένα απο τα δημοφιλή τραγούδια των Νιρβάνα.

Εκείνη την περίοδο ο Κέρτ συνέχιζε να κάνει παρεέα, με τον Κρις Νοβοσελιτς και αφού προσπαθούσε αρκετούς μήνες, να τον πείσει να κάνουν μια μπάντα μαζί, εκείνος, επιτέλους συμφώνησε, αυτή ήταν μονο η αρχή, για το συγκρότημα Νιρβάνα.

Κάποια στιγμή, γύρω στα τέλη του 1980 και στις αρχές του 1990,ο Κέρτ Κομπέιν γνώρισε την Κόρντει Λόβ και παρόλο που ήταν αμετάπειστος να γίνει άγαμος για λίγο, στο τέλος του 1991,το ζευγάρι άρχισε να περνάει περισσότερο χρόνο μάζι,συχνά μοιραζόντουσαν κοινές συνήθειες όπως η χρήση ναρκωτικών ουσιών.

Ο Κέρτ Κομπέιν, είχε δοκιμάσει αρκετά είδη ναρκωτικών ουσιών απο την ηλικία των 13 ετών, ξεκίνησε την πρώτη του χρήση με την ηρωίνη το 1986 και στο τέλος του 1990 ήταν ήδη εθισμένος στα ναρκωτικά.

Το άλμπουμ που έφερε την επιτυχία και οι πολιτικές του απόψεις

Τα πρώτα χρόνια των Νιρβάνα δεν ήταν πολύ επιτυχημένα καθώς το συγκρότημα δεν κατάφερνε να μαζέψει αρκετό κόσμο και δεν μπορούσαν να βρούν έναν ντράμερ, τελικά βρήκαν τον Τσάντ Τσάνινγκ που ηχογράφησε το άλμπουμ Bleach και στο τέλος απολύθηκε επειδή δεν ήταν ικανοποιημένοι με το του.

Μετά απο λίγο,βρήκαν τον ντράμερ Ντέιβ Γκρόχλ,ο οποιος εμφανίζεται και στο άλμπουμ τους στο 1991 με τίτλο Nevermind,αυτό το άλμπουμ βοήθησε τους Νιρβάνα να βγούν στο προσκήνιο, ο αρχηγός του άλμπουμ Smells like teen spirit ,βοήθησε τους Νιρβάνα να πουλήσουν 28 εκατομμύρια αντίγραφα του Nevermind στην Αμερική μόνο και 75 εκατομμύρια παγκοσμίως.

Ωστώσο ,αυτή η τεράστεια επιτυχία,δεν έκατσε καλά στον Κομπέιν,που πάλεψε να να νιώθει κυνηγημένος απο τα μέσα και απομάκρυνε τους φάνς που δεν καταλαβάινανε την πολιτική και κοινωνική οπτική.

Ο Κερτ Κομπέιν,ήταν φωνητικός αντίπαλος του ρατσισμού,της ομοφοβίας και του σεξισμού και ήταν ένας πολιτικός υποστηρικτής, της υπερ του δικαιώματος της επιλογής,που τον οδήγησε να δέχεται απειλές για την ζωή του απο ένα μεγάλο μέρος απο φανατικά κινήματα που ήταν κατά των αμβλώσεων.

Είπε κάποτε,πώς όποιοι άνθρωποι, είναι ρατσιστές,ομοφοβικοί και σεξιστές,πρέπει να φύγουν και αν αφήσουν την μπάντα ήσυχη και ότι δεν πρέπει να αγοράσουν την μουσική του η να βρεθούν σε καμία μουσική εκδήλωση του συγκροτηματος.Ο Κομπέιν συχνά αναρωτιόταν για την σεξουαλικότητα του και είπε πώς αν δεν ερωτευτόταν με την Κορτνι Λόβ,θα είχε μάλλον μια πιο bisexual ζωή.

Ο γάμος με την Λόβ, η γέννηση της Φρανσίς και ο εθισμός στα ναρκωτικά

Στις 24 Φλεβάρη του 1992,και μοίς τελείωσε η περιοδεία των Νιρβάνα,Ο Κομπείν και η Λοβ παντρεύτηκαν και η τελετή έγινε σε μια παραλία στην Χαβάη,με προσεύλεση κοσμου μόνο 8 ατόμων.

Στις 18 Αυγούστου του 1992 ,γεννήθηκε η κόρη του η Φρανσίς.

H πρώτη του επαφή με το θάνατο ,ήρθε όταν, καταλάθος πήρε μια μεγάλη ποσότητα ναρκωτικής ουσίας απο χρήση ηρωίνης μετά την εμφάνιση των Νιρβάνα στο Saturday Night Live το 1992,τον έσωσε η Λόβ.

Ένα παρόμοιο περιστατικό,συνέβη το 1993 όταν οι Νιρβάνα θα εμφανιζόντουσαν ,σε μια εκδήλωση και αντί να καλέσουν ασθενοφόρο,η Λόβ του έκανε μια ένεση με νάλοξον.Ο Κομπέιν άρχισε να ανακτά και πάλι τις δυνάμεις του και έπαιξε κανονικά με την μπάντα σαν να μην συμβαίνει τίποτα απο όλα αυτά.

Στις αρχές του 1994, η συμπεριφορά του σύμφωνα με την Λόβ ,άρχιζει να αλλάζει και να γίνεται χειρότερη,έκανε την πρώτη του απόπειρα αυτοκτονίας ,όταν πήρε υπερβολική δόση χαπιών και σαμπάνιας.Εκείνη την στιγμή η Λόβ δέν είχε άλλη επιλογή ,απο το να καλέσει ένα ασθενοφόρο.

Στις 18 Μαρτίου,έπρεπε να καλέσει την αστυνομία,επειδή ο Κομπέιν,είχε κλειδώσει τον ευατό του,σε ένα δωμάτιο με ένα όπλο,όταν η αστυνομία έφτασε κατάσχεσαν αρκετά όπλα και τελικά κατάφεραν να τον βγάλουν έξω απο το δωμάτιο και κατάφεραν,να του μιλήσουν, με τον ισχυρισμό εκείνου ,πως δεν ειναι αυτοκτονικός.

Η απεξάρτηση και ο τραγικός επίλογος

Τελικά η Λόβ ,βλέποντας την κατάσταση του,αποφάσε να παρέμβει και του έκανε εισαγωγή σε ένα κέντρο απεξάρτησης στις 30 Μαρτιου του 1994.Πέρασε την νύχτα παίζοντας με την κόρη του και συμπεριφερόταν κανονικά,χωρίς το προσωπικο να γνωρίζει πολλά για εκείνον ακόμα.

Την επόμενη νύχτα,είπες πως θα βγεί έξω για ένα τσιγάρο και πήδηξε απο των φράχτη που ήταν 6 μέτρα,πήρε ένα ταξί,πήγε στο αεροδρόμειο και γύρισε πίσω στο Σιάτλ.Τις επόμενες μέρες πήγε σε αρκετά μερη της περιοχης,με την οικογένεια και τους φίλους να μην γνωρίζουν,πού βρίσκεται και με την Λόβ να φτάνει, στο σημείο να προσλάβει ιδιωτικό ντεντέκτιβ, για να τον βρεί.

Στις 8 Απριλίου,το σώμα του βρέθηκε απο ένα ηλεκτρολόγο ,ο οποιός είχε έρθει για να κάνει εγκατάσταση, ένος συστήματος ασφαλείας στο σπίτι του Κομπέιν,Στην αρχη ,νόμιζε ότι κοιμόταν αλλα μετα κατάλαβε ότι ήταν νεκρός, αφου βρήκε δίπλα του ένα όπλο,μεγάλες ποσότητες ηρωινής και χαπιών βρέθηκαν στο αίμα του.

Η αναφορα του ιατροδικαστη εσειξε οτι ο Κομπέιν πέθανε στις 5 Απριλίου του 1994,στην ηλικία των 27 ετών.

Παρόλο που έγινε μια δημόσια αγρυπνία στις 10 Απριλιου του 1994,στο οποιο παραβρέθηκαν,γύρω στους 5000 πενθούντες,η τελική τελετή,έγινε στις 31 Μαιου του 1999 στο Γουασινγκτόν,οπου παραβρέθηκαν η Λόβ ,ενας φίλος και η κορή του,και έριξαν τις στάχτες του στον ποταμό ΜακΛέιν.

Η αληθινή ιστορία του Αγίου Βαλεντίνου, του θρύλου και της κληρονομιάς της αγάπης του

Όποια κι αν είναι η αλήθεια του πραγματικού Αγίου Βαλεντίνου, τα μέσα Φεβρουαρίου ήταν μια αγαπημένη εποχή για τους ερωτευμένους από τότε που άρχισαν οι δίσκοι. Ρίχνουμε μια ματιά στην περίεργη ιστορία του Αγίου Βαλεντίνου και πώς ένας αρχαίος μάρτυρας έγινε στη μνήμη μας ως πρωταθλητής της ρομαντικής αγάπης.

Στη σύγχρονη εποχή, η Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου συνδέεται πιο στενά με τις κάρτες, τις σοκολάτες και το εμπορικό κέρδος, αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Αν και η ιστορία του αγίου και η προέλευση της γιορτής είναι θολωμένη από μύθους, η 14η Φεβρουαρίου γιορτάζεται από καιρό ως η ημέρα των ερωτευμένων.

Η παλαιότερη εκδοχή της ιστορίας χρονολογείται από την αρχαία Ρώμη και το παγανιστικό φεστιβάλ Lupercalia. Οι βοσκοί έξω από τα τείχη της πόλης έδωσαν συνεχή μάχη ενάντια στους πεινασμένους λύκους και προσεύχονταν στον θεό Λούπερκο να προσέχει τα κοπάδια τους. Κάθε χρόνο, τον Φεβρουάριο, οι Ρωμαίοι ανταποδίδουν την επαγρύπνηση του θεού με μια γιορτή, η οποία διπλασιαζόταν ως γιορτή της γονιμότητας και της έναρξης της Άνοιξης. Οι νιόπαντρες γυναίκες θα μαστιγώνονταν με februa (λωρίδες από δέρμα κατσίκας και η παράγωγη της λέξης μας Φεβρουάριος) για να καθαρίσουν το σώμα τους προετοιμάζοντας τον τοκετό.

Ένα από τα κορυφαία σημεία του Lupercalia ήρθε στις 14 Φεβρουαρίου με ένα ερωτικό αφιέρωμα στη Juno Februata, τη θεά του πυρετώδη έρωτα (το αντίστοιχο του Cilla Black). Τα ονόματα των κοριτσιών κληρώνονταν τυχαία από νεαρούς άντρες και το ζευγάρι που προέκυπτε γινόταν σύντροφος στη γιορτή και μάλιστα για μια ζωή.

«Ο επίσκοπος εκτελέστηκε στις 14 Φεβρουαρίου…. Την παραμονή του θανάτου του, έστειλε ένα παθιασμένο γράμμα στην αγαπημένη του, υπογράφοντας απλώς «ο Βαλεντίνος σου».

Το φεστιβάλ ήταν εξαιρετικά δημοφιλές και κράτησε για αιώνες. Μετά τον εκχριστιανισμό της Ρώμης από τον Κωνσταντίνο, η Εκκλησία προσπάθησε να καταστείλει τις παγανιστικές δραστηριότητες και η Λουπερκάλια, με τους άθλιους πειρασμούς της, ήταν προφανής στόχος. Ο Πάπας Γαλάσιος, τον 5ο αιώνα, χρειάστηκε να βρει έναν κατάλληλο αντικαταστάτη για τον θεό του λύκου Lupercus και επέλεξε έναν επίσκοπο που είχε μαρτυρηθεί 200 χρόνια πριν: τον Βαλεντίνο.

Ο αυτοκράτορας Αυρήλιος είχε φυλακίσει τον Βαλεντίνο το 272 μ.Χ. επειδή συνέχιζε να παντρεύεται χριστιανούς στρατιώτες, παρά το βασιλικό διάταγμα (ο Αυρήλιος τους χρειαζόταν για να πολεμήσει τους πολέμους του). Στη φυλακή, ο επίσκοπος θεράπευσε την κόρη του δεσμοφύλακα του από τύφλωση και το ζευγάρι ερωτεύτηκε με τα μούτρα (κυριολεκτικά «έρωτας με την πρώτη ματιά».) Τελικά, οι επιθυμίες τους ματαιώθηκαν καθώς ο επίσκοπος εκτελέστηκε στις 14 Φεβρουαρίου του επόμενου έτους. Την παραμονή του θανάτου του, ο καταδικασμένος άνδρας έστειλε ένα παθιασμένο γράμμα στην αγαπημένη του, υπογράφοντας απλώς «ο Βαλεντίνος σου».

Όποια και αν είναι η αλήθεια, η πρόθεση της Εκκλησίας να περιορίσει τη Λουπερκάλια χρησίμευσε μόνο στην επέκταση της παράδοσης του εορτασμού της αληθινής αγάπης στα μέσα Φεβρουαρίου και όποιες μεταγενέστερες προσπάθειες να αφαιρέσει τη ρομαντική γωνία αποδείχθηκαν ανεπιτυχείς. Ήταν οι μεσαιωνικοί Άγγλοι που θα πήγαιναν την ημέρα του αγίου σε ένα νέο επίπεδο και θα εγγυήθηκαν το μέλλον της. Μια θεωρία είναι ότι η λέξη «valentine» προέρχεται από τη λατινική Normanga, που σημαίνει γενναίος ή εραστής των γυναικών, κάτι που εμπλούτισε περαιτέρω τον ρομαντισμό της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου. (Σύμφωνα με τους ετυμολογητές, τα γράμματα v και g χρησιμοποιούνταν κάποτε εναλλακτικά.)

Constance Spry, David Austin's first-ever 'English' rose, went on sale in 1961 and remains a favourite to this day

Οι νεαρές κυρίες στην Αγγλία έγραφαν τα ονόματα των υποψήφιων ερωτευμένων σε χαρτάκια, πριν τα κυλήσουν σε πηλό και τα βάλουν σε ένα μπολ με νερό. Όποιο όνομα ανέβει πρώτο στην επιφάνεια, θα ήταν ο Βαλεντίνος τους. Στη Σκωτία, τα ονόματα αντλούνταν από ένα καπέλο τρεις φορές και αν εμφανιζόταν το ίδιο όνομα κάθε φορά, θα ακολουθούσε ο γάμος. Φυσικά, ήταν δυνατό να αυξήσετε τις πιθανότητές σας να βρείτε το σωστό όνομα. Το όνομα του Αγίου Βαλεντίνου φορέθηκε στο μανίκι σας για το υπόλοιπο της ημέρας.

Δεν ήταν μόνο μια μέρα για τους ανθρώπους. Στο Μεσαίωνα, πίστευαν ότι τα πουλιά επέλεγαν τους συντρόφους τους την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου και οι ποιητές συχνά χαιρόντουσαν για τη σχέση μεταξύ ερωτοπούλων και ερωτευμένων. Σύμφωνα με την ιστορικό Peggy Robbins, πολλές δεισιδαιμονίες σχετίζονταν με πουλιά που έβλεπαν οι κόρες την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Αν έβλεπε κότσυφα, θα παντρευόταν έναν κληρικό. μια καρδερίνα, ένας εκατομμυριούχος? ένα κόκκινο στήθος, ένας ναύτης? ένας σταυρός, ένας καβγατζής άντρας. Ένα τσάκισμα θα καταδίκαζε τη φτωχή κυρία στη μοίρα μιας ηλικιωμένης υπηρέτριας.

Για να βελτιώσουν τις πιθανότητές τους να βρουν την αληθινή αγάπη, τα μόνα κορίτσια θα μπορούσαν να τρέξουν γύρω από μια εκκλησία δώδεκα φορές χωρίς να σταματήσουν. βάλτε φύλλα δάφνης πασπαλισμένα με ροδόνερο στο μαξιλάρι τους. ή ακόμα και να φάτε ένα βραστό αυγό τα μεσάνυχτα, το κέλυφος και όλα. Μια κυρία που πλησίαζε το καθεστώς της ηλικιωμένης υπηρέτριας συμβουλεύτηκε να δοκιμάσει όλα τα παραπάνω.

Η δημοφιλής πράξη του να δίνεις ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στον εραστή σου έγινε διάσημη από το ποίημα του Robert Burns «Η αγάπη μου είναι σαν ένα κόκκινο κόκκινο τριαντάφυλλο», αν και ο Σκωτσέζος, που ήταν γνώστης των τρόπων της αγάπης, δεν μιλούσε για την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. . Πράγματι, οι αληθινοί ερωτευμένοι θα φορέσουν τον κίτρινο κρόκο πάνω από την καρδιά τους, αφιερωμένο στον Άγιο Βαλεντίνο. Πιστεύεται ότι κάποτε είχε δύο αγνώστους μαζί με έναν μόνο κρόκο και δεν χώρισαν ποτέ ξανά.

Οι Ευρωπαίοι δεν είναι οι μόνοι που γιορτάζουν την αγάπη, τη γονιμότητα και την κάθαρση αυτή την εποχή. Από το 767 π.Χ., η ιαπωνική πόλη Inazawa διοργανώνει το τελετουργικό των Σιντού Hadaka Matsuri, το Γυμνό Φεστιβάλ, τον Φεβρουάριο για να εξαγνίσει τους ανθρώπους της για το επόμενο έτος.

Είναι μεγάλη τιμή να με επιλέγουν ως γυμνό άνδρα, αλλά έχει κοπεί η δουλειά του. Τον ξυρίζουν από την κορυφή μέχρι τα νύχια και τον στέλνουν στο Ιερό Kounomiya στην άλλη άκρη της πόλης. Αλλά 9.000 ιδρωμένοι άντρες με εσώρουχα προσπαθούν να τον σταματήσουν, καθώς ο καθένας ανταγωνίζεται να αγγίξει και να αρπάξει τον γυμνό άνδρα. Με αυτόν τον τρόπο θα απορροφήσει την κακή τους τύχη και τις κακές πράξεις τους. Όταν τελικά ο γυμνός άνδρας φτάνει στο ιερό, έχοντας υπομείνει μια ολόκληρη μέρα στο έλεος του πλήθους, ντύνεται με ρόμπες και διώχνεται έξω από την πόλη για να απαλλαγεί από την πόλη από όλο της το κακό.

Πιο δυτικά, στις 15 Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους, (την πρώτη Πανσέληνο της Κινεζικής Πρωτοχρονιάς) νεαρά ζευγάρια στο Χονγκ Κονγκ θα συναντηθούν για να γιορτάσουν το Yuen Siu, το Φεστιβάλ Φαναριών της Άνοιξης. Όλοι κρατούν φαναράκια για να μην τους αρπάξουν φαντάσματα και πνεύματα που πέφτουν κάτω και τα αρπάζουν. Τα φαναράκια κουβαλούν γρίφους και γλυκά τίποτα, παρόμοια με τα μηνύματα του Αγίου Βαλεντίνου, και οι νέοι και οι νεαρές παίζουν παιχνίδια για να μάθουν ποιος θα είναι ο σύντροφός τους.

Στο παρελθόν, ήταν η μία μέρα του χρόνου που μια γυναίκα μπορούσε να βγει έξω, με έναν συνοδό, και να την δουν οι κατάλληλοι άνδρες. Την εποχή που τα γυναικεία πόδια ήταν δεμένα, ήταν συχνά η μία φορά που μπορούσε να εμφανιστεί δημόσια με αδέσμευτα πόδια.

Στην άλλη άκρη του κόσμου, στον νησιωτικό παράδεισο της Ταϊτής, ο Μαραθώνιος Αγάπης διεξάγεται κάθε χρόνο στο Ile de Moorea. Χίλιοι αθλητές αγωνίζονται γύρω από κρυστάλλινες λιμνοθάλασσες και τροπικά δάση, λαμβάνοντας ανανάδες, παπάγια, μάνγκο και καρύδες καθ’ οδόν για να επιταχύνουν το δρόμο τους. Εκείνο το βράδυ ξεκινά το πάρτι και με τη γλυκιά μυρωδιά του λουλουδιού tiare στον αέρα, οι Vahinedancers, φορώντας τις παραδοσιακές φούστες με γρασίδι και cache-titi (στρατηγικά τοποθετημένες καρύδες) αιωρούνται στους ρυθμούς των τυμπάνων της Ταϊτής.

Η κληρονομιά του Αγίου Βαλεντίνου έχει επιβιώσει πολύ μετά τον θάνατό του. Υπήρξε τέτοιος σάλος για την εκτέλεσή του μεταξύ της χριστιανικής κοινότητας της Ρώμης, που οι αρχές έπρεπε να θάψουν το σώμα του γρήγορα για να αποφευχθεί μια ταραχή. Αλλά τρεις από τους οπαδούς του βρήκαν το σώμα του και τον πήγαν στο Terni στην Ούμπρια, όπου είναι τέλεια ταριχευμένος στο Basilico de S Valentino.

Οι νέοι ερωτευμένοι εξακολουθούν να ταξιδεύουν στον τάφο για να ζητήσουν την ευλογία του και η πόλη διοργανώνει ένα μήνα φεστιβάλ προς τιμήν του κάθε χρόνο τον Φεβρουάριο. Σήμερα, η μνήμη του έχει κλαπεί από καρχαρίες και ανθοπώλες, αλλά η αρχαία παράδοση της κήρυξης της αγάπης στις 14 Φεβρουαρίου παραμένει.