Λέιν Στάλεϊ: Η πολυτάραχη ζωή μια σπουδαίας μουσικής προσωπικότητας

Τα δύσκολα παιδικά χρόνια και η πρώτη επαφή με την μουσική

Ο Λέιν Στάλευ (22 Αυγούστου 1967 – 5 Απριλίου 2002) ήταν Αμερικανός τραγουδιστής ο οποίος έγινε κυρίως γνωστός όταν αποτέλεσε τον τραγουδιστή του γκραντζ συγκροτήματος Alice in Chains. Γεννήθηκε στο Κίρκλαντ της Ουάσινγκτον

 Η παιδική τηλικία στιγματίστηκε αρκετά νωρίς, καθώς όταν ήταν μόλις εφτά χρονών οι γονείς του Φιλ και Νάνσι χώρισαν. Αυτό το γεγονός επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον Λέιν, ο οποίος όπως αναφέρει μετέτρεψε τα παιδικά του χρόνια σε έναν εφιάλτη. Ο πατέρας του έκανε χρήση ναρκωτικών και διέγραψε από την ζωή του τον Λέιν, ο οποίος αναγκάστηκε να μεγαλώσει με την μητέρα του και τον θετό πατέρα του Τζιμ. Μεγάλωσε με καθολικές αξίες, τις οποίες άρχισε να αμφισβητεί κατά την ενηλικίωση του και φοίτησε στο Meadowale High School το οποίο βρίσκεται στο Λίνγουντ της Ουάσινγκτον.

Η μητέρα του τον περιγράφει ως ένα ήσυχο παιδί, πολύ γλυκό και ντροπαλό. Αναφέρεται επίσης στην αγάπη του για την μουσική, η οποία ξεκινάει από πολύ μικρή ηλικία, καθώς από όταν ήταν μόλις εννιά ετών έλεγε πως θέλει να γίνει τραγουδιστής. Η μητέρα του τότε δεν πήρε τόσο σοβαρά την επιθυμία αυτή καθώς τα παιδιά σε αυτή την ηλικία έχουν υψηλές προσδοκίες οι οποίες συνήθως δεν εκπληρώνονται. Ωστόσο ο μικρός Λέιν είχε έναν ακόμα λόγο να θέλει να γίνει διάσημος: θα έκανε με αυτόν τον τρόπο τον πατέρα του να γυρίσει πίσω. Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως θα περίμενε ο ίδιος.

Από μικρός λοιπόν είχε ενδιαφέρον για την μουσική. Η πρώτη του ουσιαστική επαφή με αυτήν έγινε όταν εξερευνούσε την μουσική συλλογή των γονιών του. Ο ίδιος θεωρεί τους Μπλακ Σάμπαθ ως την πρώτη του μουσική επιρροή, ωστόσο επηρεάστηκε από πολλούς μουσικούς καλλιτέχνες της χαρντ ροκ και μέταλ μουσικής.

Ξεκίνησε να παίζει τα ντραμς από την ηλικία των δώδεκα ετών. Παρότι αποτέλεσε μέλος ως ντράμερ σε πολλά συγκροτήματα κατά την εφηβεία του, είχε την φιλοδοξία να γίνει τραγουδιστής. Το 1984 έγινε πρώτη φορά μέλος ως τραγουδιστής σε μια μαθητική μέταλ μπάντα με το όνομα Slaze, η οποία στην πορεία μετονομάστηκε σε Alice N’ Chains. Τα πάντα όμως άλλαξαν όταν ο Λέιν γνώρισε τον Τζιμ Κάντρελ. Οι δύο τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά σε μια συναυλία του Λέιν το 1987, όπου ο Κάντρελ εντυπωσιάστηκε από την φωνή του. Την περίοδο αυτή ο Κάντρελ ήταν άστεγος καθώς οι γονείς του τον είχαν διώξει από το σπίτι. Έτσι ο Λέιν πρότεινε στον Κάντρελ να συγκατοικήσουν μαζί στο στούντιο ηχογραφήσεων Music Bank. Σύντομα οι Alice N’ Chains θα διαλύονταν και δύο τους θα γινόντουσαν στενοί φίλοι και ιδρυτικά μέλη του θρυλικού συγκροτήματος Alice in Chains, το όνομα του οποίου υιοθέτησαν από το προηγούμενο συγκρότημα του Λέιν.

Η μουσική αναγνώριση μέσω των Alice in Chains

Προτού εστιάσουμε στην καριέρα του Λέιν Στάλεϊ, θα πρέπει να αναφερθούμε στις μουσικές τάσεις τις εποχής. Στα τέλη της δεκαετίας του 80 με αρχές τις δεκαετίας του 90 αρχίζει να ανθίζει στην πολιτεία της Ουάσινγκτον στις Η.Π.Α., και ιδιαίτερα στο Σιάτλ ένα νέο είδος μουσικής, το γκραντζ. Ουσιαστικά πρόκειται για μια εναλλακτική ροκ μουσική, στην οποία κυριαρχούν οι ηλεκτρικές κιθάρες και έχει υιοθετήσει στοιχεία από την χέβι μέταλ και πανκ μουσική. Στο πλαίσιο αυτό ανθίζουν διάφορα συγκροτήματα της γκραντζ, όπως οι (πιο γνωστοί εκπρόσωποι του είδους) Nirvana, Pearl Jam, Soundgarden και φυσικά οι Alice in Chains.

Σε αυτό το πλαίσιο κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ το 1990 με τον τίτλο “Facelift”, το οποίο έλαβε σημαντική αναγνώριση, φτάνοντας στο σημείο μάλιστα να γίνει πλατινένιο. Το άλμπουμ όμως που τους προσέφερε την μεγαλύτερη αναγνώριση ήταν το “Dirt”, το οποίο κυκλοφόρησε το 1992 και περιλάμβανε επιτυχίες όπως το “Would” και το “Rooster”. Αποτέλεσε το άλμπουμ με τις περισσότερες πωλήσεις, ξεπερνώντας τα πέντε εκατομμύρια και οδήγησε τους Alice in Chains στην καθιέρωση τους ως ένα από τα κορυφαία γκραντζ συγκροτήματα.

Αυτό που έκανε τους Alice in Chains να ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα συγκροτήματα της εποχής ήταν η ξεχωριστή χροιά του Λέιν Στάλεϊ.  Πολλοί, ανάμεσα τους και ο Κάντρελ, δυσκολεύονταν να πιστέψουν πως ένας φαινομενικά αδύναμος και κοκαλιάρης τραγουδιστής έβγαζε μέσω της φωνής του έναν απίστευτο δυναμισμό καθώς και μια τόσο άγρια χροιά.

Η προσωπική του ζωή και τα προβλήματα εξάρτησης

Ήδη από τις αρχές τις δεκαετίας του 90 ο Λέιν αντιμετώπιζε προβλήματα με την χρήση ναρκωτικών. Παρά τις διαρκείς προσπάθειες του ίδιου ακολουθώντας διάφορα προγράμματα αποτοξίνωσης, ουσιαστικά κανένα από αυτά δεν αποτέλεσε σημαντική βοήθεια αλλά μόνο μια προσωρινή λύση. Το περιστατικό που ίσως αφύπνισε περισσότερο τον Λέιν ήταν η αυτοκτονία του Κερτ Κομπέιν, τραγουδιστή των Nirvana και φίλο του. Ωστόσο, για ακόμα μια φορά δεν μπόρεσε να μείνει καθαρός για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Πέρα από τους Alice in Chains, αποτέλεσε μέλος ενός άλλου μουσικού πρότζεκτ, τους Mad Season. Σχηματίστηκαν το 1994 και κυκλοφόρησαν μόλις έναν δίσκο με τον τίτλο “Above”, ο οποίος περιλάμβανε δέκα κομμάτια. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο πρόκειται για την καλύτερη δουλειά την οποία έχει κάνει. Ο δίσκος αυτός έχει ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για τον Λέιν, καθώς αποτελεί μια αφήγηση της πολυτάραχης ζωής του, αλλά και της ερωτικής σχέσης του με την κοπέλα του Ντέμρι Πάροτ.

(Φωτογραφία του Λέιν με την κοπέλα του Ντέμρι Πάροτ)

Δυστυχώς τα χρόνια που ακολούθησαν μόνο ως καλύτερα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Η κοπέλα του Ντέμρι Πάροτ πεθαίνει το 1996 αντιμετωπίζοντας και η ίδια προβλήματα χρήσης ναρκωτικών και πιο συγκεκριμένα ούσα εξαρτημένη από την ηρωίνη. Το γεγονός αυτό ώθησε τον Λέιν ακόμα πιο κοντά στον δικό του θάνατο. Τα επόμενα χρόνια η κατάσταση του γινόταν ολοένα και χειρότερη, με τον ίδιο να καταλαβαίνει πως το τέλος του είναι κοντά.

Στην τελευταία και ίσως πιο επώδυνη συνέντευξη του του ο ίδιος αναγνωρίζει πως είναι κοντά στον θάνατο και ζητούσε από τους δημοσιογράφους να αποκρύψουν την οδυνηρή πραγματικότητα από τα κοντινά του πρόσωπα. Αναγνώρισε το λάθος της εξάρτησης του και έμοιαζε συντετριμμένος που η ζωή του θα τέλειωνε με αυτόν τον τρόπο. Στην ίδια συνέντευξη αναφέρει πως η μουσική ήταν το μόνο κίνητρο του για να παραμείνει ζωντανός. Μέσω αυτής διοχέτευε όλη του την οργή βοηθώντας και άλλους ανθρώπους με παρόμοια συναισθήματα. Επίσης αναφέρθηκε και στον πατέρα του, ο οποίος εν τέλει τον αναζήτησε όταν εκείνος έγινε διάσημος. Ωστόσο η σχέση τους επηρέασε αρνητικά τον Λέιν στην προσπάθεια του να αποδράσει από την χρήση ουσιών, με τον πατέρα του πολλές φορές να του ζητά χρήματα για να αγοράσει ναρκωτικά και να ωθεί και τον ίδιο στην χρήση τους. Ο θάνατος του Λέιν  τελικά ήρθε στις 5 Απριλίου του 2002, ακριβώς οχτώ χρόνια από τον θάνατο του φίλου του Κερτ Κομπέιν, ο οποίος τον είχε επίσης στιγματίσει.

Τελικά ποιος ήταν ο Λέιν Στάλεϊ;

Ο Λέιν Στάλεϊ δυστυχώς αποτελεί έναν από τους πολλούς μουσικούς καλλιτέχνες που απεβίωσαν πρόωρα. Η ζωή του στιγματίστηκε από πολλά δυσάρεστα γεγονότα, ήδη από την παιδική του ηλικία. Η απώλεια του πατέρα του φαίνεται να άφησε ένα κενό στην παιδική του ηλικία το οποίο δεν αναπληρώθηκε ποτέ και τον καθόρισε σε μεγάλο βαθμό στο υπόλοιπο της ζωής του. Ο ίδιος, όντας άνθρωπος ο οποίος πολλές φορές κλεινόταν στον εαυτό του, έβρισκε διέξοδο στα προβλήματα του μέσω της μουσικής. Αποτελούσε για αυτόν ένα μέσο έκφρασης όλων εκείνων των συναισθημάτων που συσσώρευε μέσα του.
Δυστυχώς η χρήση ουσιών ήταν ένα πρόβλημα που τον στοίχειωσε σε όλη του τη ζωή: πρώτα είδε τον πατέρα του να γίνεται χρήστης ουσιών και να τον εγκαταλείπει και να δείχνει μονάχα εκμεταλλευτικό ενδιαφέρον για αυτόν, μετά από χρόνια έχασε την κοπέλα του για τον ίδιο λόγο, ενώ τέλος ο ίδιος βίωσε ένα αργό και βασανιστικό θάνατο λόγω της εξάρτησης του. Ο Λέιν ήταν ένας καλόψυχος και ιδιαίτερα ταλαντούχος μουσικός, που η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε να απεβιώσει την ίδια μέρα, με οχτώ χρόνια διαφορά από έναν άλλο μουσικό της γενιάς του με σημαντική επιρροή στο κοινό της εποχής, τον Κέρτ Κομπέιν.

Πηγές: https://www.thefamouspeople.com/profiles/layne-thomas-staley-2117.php

https://faroutmagazine.co.uk/alice-in-chains-layne-staley-final-interview/

https://ultimateclassicrock.com/layne-staley-alice-in-chains-dies/

Advertisement

Γιάν Τιερσέν: Ο μουσικός συνθέτης που έγινε γνωστός μέσα απο την Αμελί

Ο γεννημένος στην Βρετόν της Γαλλίας, καλλιτέχνης, Γιάν Τιερσέν, ασχολήθηκε με τη μουσική για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Άρχισε να μαθαίνει πιάνο σε ηλικία τεσσάρων ετών, ασχολήθηκε με το βιολί σε ηλικία έξι ετών και έλαβε κλασική εκπαίδευση σε μουσικές ακαδημίες στη Ρεν, τη Νάντη και τη Βουλώνη. Στη συνέχεια, σε ηλικία 13 ετών, επέλεξε να αλλάξει τη μοίρα του, σπάζοντας το βιολί του σε κομμάτια, αγοράζοντας μια κιθάρα και σχηματίζοντας ένα ροκ συγκρότημα.

Μεγαλώνοντας στο Rennes έδωσε στον Tiersen την τέλεια μουσική εκπαίδευση με τη μορφή του ετήσιου φεστιβάλ Transmusicales της πόλης, βλέποντας έργα όπως οι Nirvana, Einstürzende Neubaten, Nick Cave και The Bad Seeds, The Cramps, Television και Suicide. Όταν το συγκρότημα του διαλύθηκε λίγα χρόνια αργότερα, αντί να κυνηγήσει μερικούς νέους μουσικούς, αγόρασε ένα φτηνό γραφείο μίξης, έναν κύλινδρο οκτώ κομματιών και άρχισε να ηχογραφεί μουσική σόλο με ένα synth, δειγματολήπτη και ντραμς, κοιτάζοντας πάνω από το αυλάκια παλιών δίσκων στο κυνήγι λούπες και ορχηστρικές χορδές για λεηλασία.

«Μια μέρα σκέφτηκα, αντί να αφιερώνω μέρες στην έρευνα και να ακούω πολλούς δίσκους για να βρω τον πλησιέστερο ήχο από αυτό που έχω στο μυαλό μου, γιατί να μην φτιάξω αυτό το γαμημένο βιολί και να το χρησιμοποιήσω;» Το καλοκαίρι του 1993, ο Tiersen έμεινε στο διαμέρισμά του, ηχογραφώντας μουσική μόνος του με κιθάρα, βιολί και ακορντεόν, καθοδηγούμενος όχι από τον κλασικό κανόνα, αλλά από τη διαίσθηση και το όραμά του για «μια μουσική αναρχία».

Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού του 1993, ο Tiersen είχε ηχογραφήσει πάνω από 40 κομμάτια, τα οποία θα αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος των δύο πρώτων άλμπουμ του. Το La Valse Des Monstres του 1995, εμπνευσμένο από τους Freaks του Tod Browning και το The Damask Drum του Yukio Mishima, ακολούθησε έξι μήνες αργότερα η Rue Des Cascades, μια συλλογή από μικρά κομμάτια που ηχογραφήθηκαν με παιχνίδι πιάνο, τσέμπαλο, βιολί, ακορντεόν και μαντολίνο. Έξι χρόνια αργότερα, ο δίσκος θα έβρισκε πολύ μεγαλύτερο κοινό όταν πολλά κομμάτια, μαζί με μουσική από το Le Phare, θα χρησιμοποιούσαν στο soundtrack της ταινίας Amelie (2001) του Jean-Pierre Jeunet.

Η εμπορική ανακάλυψη του Tiersen θα ερχόταν νωρίτερα, ωστόσο, και από τη δική του πλάτη. Το Le Phare (The Light House) του 1998 ηχογραφήθηκε σε μια αυτοεπιβεβλημένη απομόνωση στο νησί Ushant (βρίσκεται 30 χιλιόμετρα από τη δυτική ακτή της Βρετάνης στην Κελτική Θάλασσα), όπου ο Tiersen πέρασε δύο μήνες ζώντας σε ένα νοικιασμένο σπίτι. Το βράδυ, παρακολούθησε τον Creach’h, τον πιο ισχυρό φάρο στην Ευρώπη, καθώς φώτιζε το γύρω τοπίο.

Ο Le Phare συνέχισε να πούλησε πάνω από 160.000 αντίτυπα, επιβεβαιώνοντας τη θέση του Tiersen ως ενός από τους πιο πρωτοπόρους και πρωτότυπους καλλιτέχνες της γενιάς του και ξεκινώντας μια σειρά επιτυχημένων άλμπουμ όπως το L’Absente του 2001 (συμμετέχουν το ορχηστρικό συγκρότημα Synaxis, η Lisa Germano και η Divine Comedy’s Hannon) και το Les Retrouvailles του 2005 (με καλεσμένους τους Stuart Staples των Tindersticks, Jane Birkin και Elizabeth Fraser των Cocteau Twins). Σε αυτήν την περίοδο, ο Tiersen έβγαλε επίσης τη μουσική του σε όλο τον κόσμο, παίζοντας συναυλίες με μια πλήρη ορχήστρα και ένα ενισχυμένο κουαρτέτο εγχόρδων – ένα στήσιμο που αποτυπώθηκε στο ηλεκτρικό ζωντανό άλμπουμ C’etait ici του 2002. Στη συνέχεια, ο Tiersen συνέχισε να δημιουργεί παρτιτούρες για άτομα όπως η τραγική κωμωδία του Wolfgang Becker Good Bye Lenin! (2003) και Tabarly (2008), ένα ντοκιμαντέρ για τον Γάλλο ναύτη Éric Tabarly, ο οποίος έφαγε το τελευταίο του γεύμα στο Ushant πριν συναντήσει ένα υδάτινο τέλος στη θάλασσα της Ιρλανδίας.



Το 2010 υπέγραψε στο Mute και κυκλοφόρησε το πρώτο από μια σειρά άλμπουμ με παρουσίαση συγκροτήματος. Ο Dust Lane παρουσίασε τους συνθεσάιζερ στις ηχογραφήσεις του, «Πάντα προσπαθούσα να ενσωματώσω vintage ηλεκτρονικούς ήχους που μου άρεσαν στη μουσική μου, αλλά με εξαίρεση το [πρώιμο ηλεκτρονικό πληκτρολόγιο] Ondes Martenot, δεν συνέβη ποτέ μέχρι το Dust Lane». Ακολούθησε το άλμπουμ Skyline (2011) που παρήγαγε ο Ken Thomas, συνεχίζοντας τη συλλογική του δουλειά με εμφανίσεις από τους Ólavur Jákupsson, Peter Broderick και Efterklang, για να αναφέρουμε μόνο μερικά και το 2014 κυκλοφόρησε το Infinity (2014), ένα άλμπουμ που βασίστηκε σε ηχογραφήσεις για πιάνο. ηλεκτρονικά χειραγωγημένο για να παρέχει μια βάση για τα υπόλοιπα όργανα, «μια σταθερή μπρος-πίσω από ακουστική σε ηλεκτρονική σε ηλεκτρική σε ψηφιακή, πίσω στην αναλογική. Μετά όλα πίσω από την άλλη πλευρά».

Το 2016 είδε την πρώτη σόλο κυκλοφορία του Tiersen για πιάνο, EUSA, μια κίνηση σε πιο μινιμαλιστικούς σύγχρονους ήχους που δείχνουν τη συνέχιση της διαφορετικότητας του Tiersen. Το άλμπουμ έδωσε έναν μουσικό χάρτη του Ushant, του νησιού που έχει αποκαλέσει σπίτι τα τελευταία χρόνια, με ηλεκτρονικά επεξεργασμένες πρωτότυπες ηχογραφήσεις πεδίου των φυσικών ήχων στο νησί που δημιουργούν ένα διακριτικό drone που τρέχει παντού. Ακολούθησε το 2019 το ALL, που ηχογραφήθηκε στο νεόκτιστο στούντιο του στο Ushant, ένα άλμπουμ που διερευνά περαιτέρω τη σχέση μας με τη φύση, τον τόπο και την αγάπη του για τη γλώσσα.

Το 2019, επισκέφτηκε ξανά κάποιο από τον κατάλογό του με μια συλλογή από 25 πρόσφατα ηχογραφημένα κομμάτια από όλη την καριέρα του. Το Portrait παρουσίασε συνεργασίες με τον John Grant, τον Gruff Rhys από το Super Furry Animals, τον Stephen O’Malley από το Sunn O))) και τον Blonde Redhead.

Το Portrait έδωσε στον Tiersen την ευκαιρία να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στη δουλειά του με τον Kerber (2021), το πιο απροκάλυπτα ηλεκτρονικό του υλικό μέχρι σήμερα. Πιστό στην λεπτή και λεπτή προσέγγιση του Tiersen, αυτό δεν είναι ένα χορευτικό κομμάτι μουσικής που μοιάζει με στροφή αναστροφής, αλλά αντίθετα για έναν όμορφα σχεδιασμένο, εξαιρετικά καθηλωτικό και προσεκτικά κατασκευασμένο ηλεκτρονικό κόσμο για να μπείτε μέσα του.

Είναι τόσο μια εξέλιξη αυτού που έχει προηγηθεί, όσο και ένας νέος χώρος για εξερεύνηση. Στο νέο άλμπουμ, το πιάνο είναι η πηγή, αλλά τα ηλεκτρονικά είναι το περιβάλλον στο οποίο υπάρχουν. Ο Tiersen εξηγεί, «Μπορεί να σκεφτείς αυτή τη διαισθητική σκέψη, «ωχ είναι πράγματα για πιάνο», αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Δούλεψα αρχικά κομμάτια για πιάνο, αλλά δεν είναι αυτός ο πυρήνας, δεν είναι σημαντικά. Το πλαίσιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα – το πιάνο ήταν ο προπομπός για να δημιουργηθεί κάτι για να λειτουργήσουν τα ηλεκτρονικά».

Πηγή:https://www.yanntiersen.com/about